Με αφορμή την υπόθεση του Λαυρέντη Λαυρεντιάδη, οι New York Times φιλοξενούν εκτενές άρθρο αναφορικά με τις σχέσεις επιχειρηματιών-πολιτικών προσώπων και το πώς αυτές εμποδίζουν την ανάκαμψη της χώρας.
Ένας δυναμικός επιχειρηματίας, ο Λαυρέντης Λαυρεντιάδης, φαινόταν να αντιπροσωπεύει μια πολλά υποσχόμενη νέα εποχή για την Ελλάδα. «Θάμπωσε» τον παραδοσιακό επιχειρηματικό κόσμο της χώρας με το στήσιμο μιας αυτοκρατορίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, λίγα μόλις χρόνια αφότου κληρονόμησε μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση στα 18 του. Προσπαθώντας να γίνει αποδεκτός στους κύκλους της ελίτ, έδινε αφειδώς χρήματα σε φιλανθρωπικούς σκοπούς και καλλιέργησε δεσμούς με τα ηγετικά πολιτικά κόμματα.
Όμως, καθώς η οικονομία της Ελλάδας επιδεινώθηκε τα τελευταία χρόνια, η τύχη του άλλαξε και άρχισε να καταχράται λεφτά από την τράπεζα την οποία ήλεγχε, σύμφωνα με τους εισαγγελείς. Με τις κατηγορίες να αιωρούνται πάνω από το κεφάλι του, φάνηκε πως η ταχεία άνοδός του θα ακολουθούνταν από την εξίσου απότομη πτώση του. Όμως, χάρη σε μιανομοθεσία που πέρασε αθόρυβα η ελληνική βουλή, απέφυγε τη δίωξη, προς το παρόν τουλάχιστον, με το να δώσει απλώς πίσω τα χρήματα που καταχράστηκε
Στα 40 του, τώρα, ο κ. Λαυρεντιάδης βρίσκεται και πάλι στο επίκεντρο, καθώς το όνομά του φιγουράρει στην επονομαζόμενη λίστα Λαγκάρντ, η οποία περιέχει περισσότερους από 2.000 Έλληνες που λέγεται ότι διατηρούσαν λογαριασμούς στην HSBC και οι οποίοι είναι ύποπτοι φοροδιαφυγής. Η λίστα αυτή, η οποία δόθηκε στις ελληνικές αρχές πριν από δύο χρόνια από την Κριστίν Λαγκάρντ, υποτίθεται ότι θα έριχνε άπλετο φως στις σκιώδεις πρακτικές των πλουσίων.
Αντί γι’ αυτό, όμως, απλώς μπήκε κάτω από το χαλί και τώρα δύο πρώην υπουργοί Οικονομικών και κορυφαία στελέχη των φορολογικών αρχών της χώρας ερευνώνται για τη μη δράση τους για το θέμα.
Τα οικονομικά προβλήματα της Ελλάδας συχνά αποδίδονται στον δημόσιο τομέα, στο «πλούσιο» συνταξιοδοτικό σύστημα και στις μη ανταγωνιστικές βιομηχανίες με τους χρυσοπληρωμένους εργαζόμενους και τις εφ’ όρου ζωής εργασιακές εγγυήσεις. Πολύ συχνά, όμως, παραβλέπεται ο ρόλος που έχουν παίξει μια «χούφτα» εύπορες οικογένειες,πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης -που συχνά βρίσκονται στην ιδιοκτησία μεγαλοπαραγόντων- που απαρτίζουν τους «ισχυρούς» της Ελλάδας.
Σε μια χώρα που έχει συνθλιβεί από τη λιτότητα και όπου η ανεργία ξεπερνά το 25%, ο μέσος Έλληνας δυσαρεστείται όλο και περισσότερο από μια ολιγαρχία που, σύμφωνα με τους επικριτές της, κατευθύνει μια «θολή», κλειστή οικονομία η οποία βρίσκεται στη ρίζα πολλών από τα προβλήματα της χώρας και λειτουργεί με ουσιαστική ατιμωρησία, αναφέρουν οι NYT.
Κάποιες δεκάδες ισχυρές οικογένειες ελέγχουν κρίσιμους τομείς, συμπεριλαμβανομένων του τραπεζικού, του ναυτιλιακού και του κατασκευαστικού, και συνήθως μπορούν να βασιστούν στην πολιτική τάξη για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, κάποιες φορές με την έγκριση νομοθετημάτων που έχουν σχεδιαστεί για να καλύψουν τις συγκεκριμένες ανάγκες τους.
Το αποτέλεσμα, σύμφωνα με τους αναλυτές, είναι μια έλλειψη ανταγωνιστικότητας που υπονομεύει την οικονομία, επιτρέποντας στους μεγαλοπαράγοντες να κινούν τα καρτέλ και ναπλουτίζουν μέσω του ρουσφετολογικού καπιταλισμού. «Αυτό το καθιστά λογικό γι’ αυτούς να δημιουργούν μια στενή, αιμομικτική σχέση με πολιτικούς και ΜΜΕ, που τότε γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη στη διαφθορά», σύμφωνα με τον Κέβιν Φεδερστόουν, καθηγητή Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο London School of Economices.
Αυτήν την εβδομάδα, η Διεθνής Διαφάνεια κατέταξε την Ελλάδα ως την πιο διεφθαρμένη χώρα στην Ευρώπη, πίσω και από πρώην σοβιετικές χώρες όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβακία. Υπό την πίεση της χρηματοοικονομικής κρίσης, η Ελλάδα πιέζεται από τη Γερμανία και τους διεθνείς πιστωτές της να προχωρήσει σε θεμελιώδεις αλλαγές στο οικονομικό της σύστημα, προκειμένου να λάβει τα χρήματα που χρειάζεται για να αποφύγει τη χρεοκοπία.
Όμως, παραμένει ανοιχτό το ερώτημα εάν οι ηγέτες της θα μπορέσουν να κάνουν μια τέτοια μεταμόρφωση. Τον τελευταίο χρόνο, παρά τις πολυάριθμες υποσχέσεις για αύξηση της διαφάνειας, η χώρα υποχώρησε κατά 14 θέσεις συγκριτικά με την προηγούμενη έρευνα για τη διαφθορά.
Ο κ. Λαυρεντιάδης εξακολουθεί να αντιμετωπίζει πολλές κατηγορίες που προέρχονται από τα δάνεια ύψους εκατ. δολαρίων που χορήγησε η τράπεζά του, η Proton Bank, σε διάφορες εταιρείες - μερικές φορές, σύμφωνα με τους ερευνητές της υπόθεσης, δίνοντας εντολή σε κάποιον υπάλληλο να μεταφέρει τα χρήματα σε σακούλες. Όμως, καθώς η Ελλάδα αγωνίζεται να ολοκληρώσει την κρίσιμη ανακεφαλαιοποίηση και αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα, ηπερίπτωση του Λαυρεντιάδη είναι εμβληματική μιας μεγαλύτερης μάχης που διεξάγεταιμεταξύ των αδύναμων θεσμών της Ελλάδας και των νέων ρυθμιστικών δομών ενάντια σε αυτά τα οχυρωμένα συμφέροντα.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι το σύστημα πρέπει να αλλάξει ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να αναδυθεί από την κρίση. «Η διατήρηση του status quo απλώς θα διαιωνίσει την καταστροφή στην Ελλάδα», δήλωσε ο κ. Φεδερστόουν. Αν και η περίπτωση του Λαυρεντιάδη υποδηλώνει ότι το status quo τουλάχιστον ερευνάται, πρόσθεσε ότι «δεν βρίσκεται υπό επαρκή επίθεση».
Σε συνέντευξή του, ο κ. Λαυρεντιάδης αρνήθηκε τις κατηγορίες και δήλωσε ότι διατηρεί «μερικούς λογαριασμούς» στην HSBC της Γενεύης συνολικού ύψους μόλις 65.000 δολαρίων, κι όλα τα χρήματα είναι νόμιμα και φορολογημένα. Επίσης απέφυγε τις ερωτήσεις αναφορικά με τους πολιτικούς δεσμούς του και αρνήθηκε να σχολιάσει τις λεπτομέρειες της συνεχιζόμενης έρευνας στην Proton Bank.
Μάλιστα, δήλωσε ότι τον προβληματίζει ότι ξεχώρισε το όνομά του στις αναφορές για τη λίστα Λαγκάρντ, την ώρα που άλλα ισχυρά πρόσωπα φαίνεται πως απέφυγαν τη διερεύνηση. Χαρακτήρισε τον εαυτό του «αποδιοπομπαίο τράγο», ενώ ερωτηθείς για το ποιος θεωρεί ότι ευθύνεται για τα προβλήματά του χαμογέλασε αινιγματικά και απάντησε: «Θα μπορούσα να πω χιλιάδες ονόματα, αλλά δεν είναι του στιλ μου»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου