Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
Ο Μπίλλυ ήταν ένας χαρωπός κούταβος. Χρώμα ανοιχτό καφέ, πεσμένα αυτιά και ουρά μονίμως σε κίνηση μόλις του μίλαγες. Σαν υαλοκαθαριστήρας. Τα μάτια του όμως ήταν όλα τα λεφτά. Έβλεπες ότι ήταν τζιμάνι. Καραβόσκυλο, μασκώτ του πληρώματος ενός γερμανικού εμπορικού ξηρού φορτίου, που ήρθε για να ξεφορτώσει και να ξαναφορτώσει στο λιμάνι του Πειραιά, το καλοκαίρι του ‘72. Ανεβοκατέβαινε τη σκάλα και χαζολόγαγε στο μουράγιο αλλά γεύμα δεν έχανε ποτέ. Μόλις του σφύραγαν οι ναύτες, εγκατέλειπε τα κολλητηλίκια με τους πειραιώτες αλανιάρηδες συναδέλφους κι ανέβαινε τρέχοντας τη σκάλα για να φάει κι αυτός με το πλήρωμα. Κάθε φορά που πέρναγε ο πατέρας μου και τον πετύχαινε στην αποβάθρα του ‘ριχνε κι ένα χάδι κι αυτός ανταπέδιδε με σκυλίσιες μαλαγανιές, ίδιες από το Αμβούργο ως τον Άγιο Διονύση.
Την μέρα που τέλειωσε η φόρτωση και το πλοίο έπρεπε να φύγει, το κουτάβι, ακολουθώντας ενδιαφέρουσες μυρωδιές ή τίποτα πειραιώτες κόπρους, είχε χαθεί μέσα στα ντοκ και στις αχανείς αποθήκες του λιμανιού. Βγήκε όλο το πλήρωμα για ώρες και τον έψαχνε αλλά άφαντο το κουτάβι. Σκασμένοι οι ναύτες, ρωτούσαν τους λιμενεργάτες αλλά η παντομίμα, τα εσπεράντο κι η γερμανικής επιμέλειας κυκλωτική έρευνα δεν έφεραν αποτέλεσμα. Μεγάλο το λιμάνι κι ο Μπίλλυ, με τα αδέξια κουταβίσια βήματα του είχε χάσει το δρόμο. Το πλοίο σήκωσε άγκυρα κι έφυγε. Τι να έκανε ο καπετάνιος; Να έλεγε στον πλοιοκτήτη ότι θα πλήρωνε σταλίες, μέχρι να βρουν το σκύλο;
Τον βρήκε ο πατέρας μου μετά από λίγες μέρες, κοντά σε μια γεφυροπλάστιγγα του ΟΛΠ, πεινασμένο και διψασμένο, να κλαίει αναζητώντας την «αγέλη» του, που ήδη θα είχε περάσει το Γιβραλτάρ. Τα σκυλιά θυμούνται τις μυρωδιές και το χάδι κι αμέσως ο απολωλός τετράποδος μούτσος βρήκε παρηγοριά στην αγκαλιά του πατέρα μου. Τον έβαλε στο καλάθι της Μαρμάρως, της κατοχικής ΒΜW που ήταν το οικογενειακό μας μεταφορικό μέσο, και τον έφερε το απόγευμα στον Κορυδαλλό.
Η μάνα μου γκρίνιαξε στην αρχή αλλά γρήγορα, όσο μεγάλωνε το κουτάβι, φάνηκε ότι ένας σκύλος που δεν ήταν σαν τους άλλους. Εννοείται πως γίναμε κολλητοί κι όταν δεν μας έβλεπαν, ήμασταν μονίμως αγκαλιά. Τότε υπήρχε υστερία με τον εχινόκοκκο και μας λέγανε τρομακτικές ιστορίες. Μιλάμε για το 1972. Ποια εμβόλια και ποιος κτηνίατρος;
Μια μέρα μας «συνέλαβε» η μάνα μου επ’ αυτοφώρω στην αυλή. Κρατούσα μια τεράστια φέτα από ψωμί με βούτυρο και μαρμελάδα κυδώνι. Από τη μια μεριά έτρωγα εγώ κι από την άλλη ο κολλητός μου κουνώντας την ουρά του. Η μάνα μου δεν ήξερε ότι το έκανα συχνά, ότι λάθρα μοιραζόμασταν το «δεκατιανό» ή το απογευματινό κολατσιό, κι όταν οι μύτες μας συναντιόντουσαν στην τελευταία μπουκιά μας, μου τράβαγε μια γλυψιά όλο ευγνωμοσύνη.
Πριν καλά - καλά χρονίσει είχε γίνει ένας ρωμαλέος σκύλαρος. Τα «φέρε πίσω το ξυλάκι», «κάτσε», «ξάπλωσε» και «δώσε το χέρι σου» τα ‘χε για ψωμοτύρι. Είχαμε περάσει σε άλλες σφαίρες. Τέντωνα τον δείκτη και με σηκωμένο τον αντίχειρα, σαν πιστόλι, του έλεγα «Μπίλλυ, μπαμ!», κι αυτός δεν ξάπλωνε απλώς, γκρεμιζόταν, έκλεινε τα μάτια κι ακίνητος έκανε τον ψόφιο, μέχρι να τον χαϊδέψω και να του πω να σηκωθεί!
Μερικά κωλόπαιδα του σχολείου μου τον πείραζαν και τα ‘παιρνε στο κυνήγι. Κάτι αυτό, μην δαγκώσει κανένα τσόγλανο, κάτι οι φόβοι της μάνας μου για δήθεν αρρώστιες, ένεκα του ότι, κυριολεκτικά, μοιραζόμουν το ψωμί μου μαζί του, συνεδρίασε το Έκτακτο Αρβανίτικο Στρατοδικείο κι αποφάσισε πως ο Μπίλυ θα πάει στον παππού, στο Μαυρομμάτι. Έτσι, στα μισά της σχολικής χρονιάς, παρά τα παρακάλια τα δικά μου και του αδερφού μου και τα κλάματα, ο Μπίλυ ξαναμπήκε στο καλάθι της μοτοσυκλέτας κι ο πατέρας μου τον πήγε στον συνονόματο μου. Ο παππούς τα φρόντιζε όλα τα ζώα του, παλιότερα τ’ άλογα, τότε πια τα δυο μουλάρια του, τον γάϊδαρο, κότες και μια γάτα. Έτσι φρόντισε και τον με δυσμενή μετάθεση πρώην μούτσο. Βέβαια μην φανταστείτε ξηρά τροφή και κονσέρβες. Μια φέτα ξερό ψωμί κι αποφάγια. Τις πρώτες δυο μέρες, καλομαθημένος ων, άφηνε το ξερό ψωμί να πέσει στο χώμα και δεν καταδεχόταν ούτε να το μυρίσει. Στην βδομάδα πάνω έπιανε τη φέτα στον αέρα σαν τον Νικοπολίδη! Όταν κόψει λόρδα, αλλάζεις χούγια.
Ήταν εκπληκτική η προσαρμογή του στην αγροτική ζωή. Από γερμανός καραβόσκυλος, έγινε κορυδαλλιώτης σκύλος συντροφιάς κι ύστερα Αρβανίτης βοιωτός αγροτοποιμένας!
Περίμενα με ανυπομονησία το καλοκαίρι, όταν θα πηγαίναμε με τον αδερφό μου να περάσουμε όλο το καλοκαίρι με τον παππού για να ξαναβρώ τον κολλητό μου. Βλέπετε, το γιοτ μας ήταν μονίμως για καλαφάτισμα και είχαμε κάτι πολεοδομικά προβλήματα με την βίλλα στην Μύκονο, οπότε μονίμως Μαυρομμάτι Resort κι άγιος ο Θεός.
Θυμάμαι σαν τώρα την συνάντηση στην αυλή του παππού. Ήρθε τρέχοντας κι έκανε λες κι εγώ κι ο αδερφός μου είχαμε μόλις γυρίσει από την Τροία! Νόμιζα πως θα μείνει στον τόπο από την χαρά του.
Ήταν ένα υπέροχο καλοκαίρι. Γυρίζαμε όλη μέρα μαζί. Είχε γίνει ένας άψογος κι αεικίνητος φύλακας.
Κανείς δε ποτέ δεν έλυσε το μυστήριο του πως ξεχώριζε τις κότες του παππού από των γειτόνων και κυνηγούσε μόνον αυτές, όταν τολμούσαν να μπουν στην αυλή μας!
Πηγαίναμε στον μεγάλο ελαιώνα, στο Σεϊντί, καβάλα στα ζώα και τότε ήταν η καλύτερη του. Αυτή η διαδρομή των πέντε χιλιομέτρων μέσα από τα βουνά ήταν γι’ αυτόν μια μεγάλη περιπέτεια μαζί με την «αγέλη» του, εμάς. Δεν κώλωνε να τα βάλει με τα τσοπανόσκυλα που τολμούσαν να πλησιάσουν απειλητικά την έφιππη παρέα μας.
Κάποια στιγμή έπρεπε να γυρίσουμε στο χωριό, αφήνοντας το γάϊδαρο να βόσκει στον ελαιώνα και το σαμάρι του κάτω από μια ελιά. Λέει ήρεμα ο παππούς στο σκύλο, δείχνοντας του το σαμάρι: «Εμείς πάμε. Εσύ θα φυλάς το σαμάρι και το γαϊδούρι ώσπου να γυρίσουμε». Ο σκύλος πήγε και ξάπλωσε ο μισός κάτω από το σαμάρι, έβαλε τη μουσούδα του ανάμεσα στα μπροστινά του πόδια και μας κοίταζε να φεύγουμε. Ήμασταν σίγουροι ότι σε λίγο θα ερχόταν τρέχοντας πίσω μας στο μονοπάτι. Φτάσαμε στο χωριό. Νύχτωσε. Τίποτα. Ξημέρωσε. Τίποτα. Μεσημέριασε. Άφαντο το σκυλί. Το άλλο απόγευμα σαμαρώσαμε τα μουλάρια και ξεκινήσαμε να γυρίσουμε στον ελαιώνα. Μετά την μιας ώρας διαδρομή, μόλις στρίψαμε στην πλαγιά, πρώτα τον ακούσαμε κι ύστερα τον είδαμε. Δεν είχε κουνήσει ρούπι. Ήταν όπως τον αφήσαμε, ο μισός κάτω από το σαμάρι! Είχε μόνο ανασηκώσει το κεφάλι του και γαύγιζε χαρούμενος. Με δυσκολία κρατιόταν αλλά μόνο όταν τον φώναξε ο παππούς εγκατέλειψε την «σκοπιά» του κι ήρθε τρέχοντας να πανηγυρίσει την επιστροφή μας. Είχε δε γκανιάξει στην πείνα αλλά και στην δίψα. Το καταλάβαμε από το πώς έπινε το νερό που του βάλαμε. Κι αυτό, ενώ ο κουβάς με το νερό του αρειμάνιου γάϊδαρου ήταν στα δέκα μέτρα! Ούτε σπαρτιατική ασπίδα να ήταν το σαμάρι…
Το επόμενο Καλοκαίρι, το καλοκαίρι του «Αττίλα», ο Μπίλυ δεν ήταν εκεί. Μπήκα στην αυλή ανυπόμονος και σε λίγο άκουγα με δάκρυα στα μάτια τον παππού, να μου λέει ότι τον βρήκε ψόφιο κάπου κοντά στις αμυγδαλιές. Κάποιος του έριξε φόλα. Και τώρα αν μάθαινα ποιος ήταν και ζει, σίγουρα μετά θα πήγαινα μια βόλτα στον ανακριτή με τα γνωστά βραχιόλια, χωρίς να παίξω βλέφαρο….
Γιατί σας έγραψα αυτή την ασήμαντη ιστορία εν καιρώ Μνημονίου; Γιατί για μένα δεν είναι ασήμαντη. Είναι μια ιστορία αφοσίωσης. Μια ιστορία αλληλοεκπαίδευσης ανάμεσα σ’ ένα παιδί κι ένα σκύλο. Μου έμαθε, εκεί στα επτά με οκτώ μου, τι πάει να πει θάνατος και απώλεια αλλά προπαντός τι πάει να πει άδολη κι αδιαπραγμάτευτη φιλία.
Μια εικόνα έχω κρατήσει. Καθισμένοι στην πλαγιά δίπλα – δίπλα, είχα περασμένο το χέρι μου στους ώμους του κι ένοιωθα την σκυλίσια καρδιά του να χτυπάει δυνατά μετά το τρέξιμο μας. Έγλειψε το μάγουλο μου και κοιτούσαμε την Κωπαΐδα. Ονειρευόμουν άλλες εποχές κι ότι μαζί εξερευνούσαμε άγνωστα κι άγρια μέρη. Αυτός ήταν απλά ήρεμος και χαρούμενος που ήταν μαζί μου κι εξακολουθούσαμε στα κρυφά να τρώμε την ίδια φέτα ψωμί, εγώ από τη μια κι αυτός από την άλλη κι εγώ να γελάω όταν συναντιόντουσαν πια οι μύτες μας στην τελευταία μπουκιά και μου ΄δινε την ευχαριστήρια γλειψιά.
Πάντως πολιτικός δεν θα μπορούσε να γίνει. Ήταν πιστός στους φίλους του, ευθύς, άδολος κι αφοσιωμένος στην αποστολή του. Δεν είχε επομένως τα προσόντα…