Αγαπάει άραγε ο Τσίπρας τόσο πολύ τους ψηφοφόρους του που για χάρη τους ασπάστηκε τον Χριστιανισμό εκεί που δήλωνε άθεος; Μήπως τους εξαπατά με επικοινωνιακά «τερτίπια»; Μήπως τα πράγματα είναι πιο απλά;
Η σκηνή με τον Αλέξη Τσίπρα να ασπάζεται τον σταυρό κατά τον αγιασμό στον οποίο παραβρέθηκε στο πλαίσιο της επίσκεψής του στο 1ο ΕΠΑΛ Ν. Ιωνίας για την έναρξη της σχολικής χρονιάς ξένισε κι ενόχλησε πολλούς αριστερούς και σχολιάστηκε πότε με ειρωνεία, πότε με θυμό στα social media. Οι αντίπαλοί του βρήκαν μια ευκαιρία να τον κατηγορήσουν για υποκρισία και ψηφοθηρική συμπεριφορά.
Κατά τη γνώμη μας συνέβη κάτι πιο απλό: ο Τσίπρας και το επικοινωνιακό επιτελείο του δεν είδαν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο μιας τέτοιας σκηνής. Όταν ο πρόεδρος συνειδητοποίησε ότι παγιδεύτηκε σε μια εικόνα που δεν του ταιριάζει ήταν αργά, του ‘ρθε ξαφνικά ο αγιασμός στο κεφάλι και ο ίδιος από σεβασμό και για να μη δημιουργήσει θέμα δεν τραβήχτηκε. Και η επίδειξη σεβασμού στην επίσημη θρησκεία της χώρας, ε, όσο να ‘ ναι δεν είναι και προς θάνατον.
Από την άλλη, όπως υπάρχουν χιλιάδες που δηλώνουν χριστιανοί χωρίς να αυτό να είναι κάτι παραπάνω από μια χαλαρή θρησκευτική πεποίθηση, ενδεχομένως έτσι να υπάρχουν και «χαλαροί» άθεοι, χωρίς ιδιαίτερο ζήλο. Σε τελική ανάλυση, ο Αλέξης Τσίπρας δεν δείχνει να είναι ο πιο άκαμπτος άνθρωπος στον πλανήτη από άποψη ιδεολογίας και πεποιθήσεων, αντιθέτως επιδεικνύει την πολιτική και θρησκευτική του «ανεκτικότητα».
Από κει και πέρα είναι γεγονός ότι, παρά τις ενστάσεις και τις διαφωνίες που έχει μεγάλο τμήμα της κομματικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, ο Τσίπρας επιχειρεί εδώ και καιρό μια προσέγγιση με την Εκκλησία.
Για ψηφοθηρικούς λόγους, θα πουν οι καχύποπτα σκεπτόμενοι. «Οι καιροί είναι δύσκολοι και δεν περισσεύει κανείς θα απαντούσε ο ίδιος».
Όμως, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν αρνείται ότι το συντηρητικό κοινό είναι και πολιτικός και εκλογικός της στόχος, καθώς είναι φανερό ότι κοινωνική πλειοψηφία μόνο με τους αριστερούς δε μπορεί να συγκροτηθεί. Καθώς δε τυγχάνει μεγάλο μέρος του συντηρητικού κοινού να είναι και θρησκευόμενο, ο χριστιανισμός προέβαλλε στην αντίληψη των επιτελών του ΣΥΡΙΖΑ ως ένα χρήσιμο «εργαλείο» για την δημιουργία ρήγματος μεταξύ της παγανιστικής και μισαλλόδοξης έως και μισάνθρωπης Χρυσής Αυγής και των θρησκευόμενων ψηφοφόρων ή δυνάμει ψηφοφόρων της.
Ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν όχι μόνο δεν αποφεύγει αλλά επιδιώκει τις συναντήσεις με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο ενώ σχεδόν πριν ένα χρόνο είχε συναντηθεί και με τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο στο Ακριτοχώρι Σερρών.
Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας προσέγγισης υπήρξε το συνέδριο «Εκκλησία και Αριστερά» στα τέλη του περασμένου Ιανουαρίου που διοργανώθηκε από το ΑΠΘ, την Ιερά Σύνοδο και τον ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο μετείχε μεταξύ άλλων και ο Μητροπολίτης Σιατίστης Παύλος, λίγες μέρες μετά την ηχηρή παρέμβασή του κατά της Χρυσής Αυγής. Στο ίδιο συνέδριο είχε διατυπωθεί από τον βουλευτή ΣΥΡΙΖΑ Τάσο Κουράκη η άποψη περί της μισθοδοσίας των κληρικών από την φορολόγηση των πιστών, κάτι που επέτρεψε στη ΝΔ να κουνήσει το δάχτυλο στον «ανεξίθρησκο» ΣΥΡΙΖΑ εγκαλώντας τον για διάκριση των πολιτών με βάση το θρήσκευμα. Η αλήθεια είναι ότι οι ιεράρχες που μετείχαν στο συνέδριο αντιμετώπισαν με μεγαλύτερη διαλλακτικότητα τον Κουράκη απ’ ό,τι η κυβέρνηση και τα μήντια, καθώς ναι μεν μίλησαν για «αβασάνιστη» άποψη, αναγνώρισαν όμως τη διάθεση του συγκεκριμένου βουλευτή να τη συζητήσει και να την επανεξετάσει, εφόσον του επισημάνθηκαν ότι είναι «προβληματική».
Πάντως, από εκεί και πέρα ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσοντας τη θέση του για τον διαχωρισμό Εκκλησίας – Κράτους, είδαμε να δηλώνει επισήμως ότι αυτός θα γίνει με συναινετικό τρόπο και με διάλογο μεταξύ των δύο μερών.
Μην ξεχνάμε πάντως ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει πλέον στο εσωτερικό του δυνάμεις που, αντανακλώντας ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, πρεσβεύουν αναφορικά με τις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ότι « η Ορθοδοξία αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού και δεν μπορεί να χρησιμοποιείται από κανέναν στο βωμό πολιτικών συμφερόντων. Ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας πρέπει να γίνει με συναινετικές διαδικασίες και έπειτα από αμοιβαίο και ειλικρινή διάλογο». Ο λόγος για τη Σοσιαλιστική Τάση των πασοκογενών στελεχών και το απόσπασμα από την ιδρυτική της διακήρυξη.
Το θέμα είναι όπως το θέτουν πολλοί αριστεροί που αναγνωρίζουν επί της ουσίας την ανάγκη προσέγγισης του θρησκευόμενου κοινού και για πολιτικούς και για κοινωνικούς λόγους, ότι αυτή η προσέγγιση περνάει μέσα από την απεύθυνση στην ιεραρχία, η οποία ευθύνεται σήμερα για ουκ ολίγα δεινά και σκάνδαλα στο εσωτερικό (και όχι μόνο) της Εκκλησίας και η οποία, επιπλέον έχει συνδεθεί με τη χούντα, λόγω της ενεργητικής στήριξης που της προσέφερε κατά τη διάρκεια της επταετίας.
Απαίτηση πολλών αριστερών επομένως είναι η απεύθυνση προς το «ποίμνιο» να έχει λαϊκά χαρακτηριστικά, να στρέφεται δηλαδή προς το ίδιο το κοινό και όχι έμμεσα, μέσα από τις προσεγγίσεις με τον «μηχανισμό» της εκκλησιαστικής ιεραρχίας δίνοντας την εντύπωση ότι και η Αριστερά ως ανερχόμενη στην εξουσία «τα βρίσκει» με την έτερη, τη θρησκευτική εξουσία, όπως κάνουν όλοι.
Προφανώς, ο επικοινωνιακός χαρακτήρας της εποχής και ο πυκνός πολιτικός χρόνος έχουν οδηγήσει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει τον εύκολο και σύντομο δρόμο ή αλλιώς τον δρόμο των συμβολισμών που όμως δεν μπορούν να είναι «καθαροί» οπότε ο καθένας προσλαμβάνει το μήνυμα ανάλογα με τις αντιλήψεις του: άλλος βλέπει ότι ο Τσίπρας «τα βρίσκει» με τους ρασοφόρους, άλλος ότι «αποδέχεται» την Εκκλησία.
Αυτόν τον σύντομο δρόμο της επικοινωνίας και των συμβολισμών δεν τον αρνήθηκε, πάντως, ούτε και ο γραμματέας του κόμματος του Λαού, του ΚΚΕ δηλαδή, ο οποίος μόλις προχθές συναντήθηκε με τον Αρχιεπίσκοπο με αντικείμενο τα ζητήματα της συγκυρίας, την κρίση και τη Συρία σε μια προσπάθεια προφανώς να στείλει μηνύματα και αυτός στο συντηρητικό κοινό. Στο τελευταίο άλλωστε το ΚΚΕ ουκ ολίγες φορές έχει διαμηνύσει «ψηφίστε μας και ας μη συμφωνείτε μαζί μας σε όλα».
Με άλλα λόγια, πάνω στα δύσκολα, οι αριστερές ηγεσίες συνειδητοποιούν ότι οι σκληροί ιδεολογικοί αποκλεισμοί δεν βοηθούν, ωστόσο, ακριβώς επειδή τα συγκεκριμένα ζητήματα δεν τυγχάνουν καμιάς ιδιαίτερης και βαθιάς επεξεργασίας και συζήτησης στο εσωτερικό των κομμάτων τους καταλήγουν να στέλνουν τα μηνύματά τους με άκομψο τρόπο, ενίοτε ερχόμενοι σε δύσκολη θέση…