Α Φ Ι Ε Ρ Ω Μ Α Στην Κωνσταντινούπολη την Πόλιν των Πόλεων την Βασιλεύουσα και στον τελευταίο Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.
29η Μαϊου 1453 η Αλωση
Γράφει ο Ανδρέας Σταυρίδης, Ταξίαρχος (ε.α.)
29η Μαϊου 1453 η Αλωση
Γράφει ο Ανδρέας Σταυρίδης, Ταξίαρχος (ε.α.)
1. Εισαγωγή Από την 29η Μαίου του 1453 , την αποφράδα εκείνη μέρα , πάνε 559 χρόνια που το… θλιβερό μήνυμα «ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ», διαδόθηκε από στόμα σε στόμα μεταξύ των λιγοστών εναπομεινάντων , αποκαμωμένων μαχητών και κατοίκων…της πόλης των πόλεων, της Βασιλεύουσας.«ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ» Ένα γεγονός που σημάδεψε καθοριστικά, μέχρι και τις μέρες μας, ολόκληρη την Ασία, την υστερομεσαιωνική και ανακύπτουσα από τον σκοταδισμό, τότε Ευρώπη, ιδιαίτερα όμως , σημάδεψε την πορεία του Ελληνικού έθνους και την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας. Στο αφιέρωμα , ξεδιπλώνεται το ανείπωτο δράμα της παρακμής της Βασιλεύουσας, εξαιτίας του διχασμού, θρησκευτικού και πολιτικοκοινωνικού, οι υστερόβουλες επιχειρήσεις του Πάπα, των Γενουατών, Λατίνων και των Σταυροφόρων, για συνδρομή, τάχα στην ενίσχυση της Πόλης, η έντεχνη τελικά επιβολή της υποτέλειας, του κράτους στους «σωτήρες», η τελική αποδυνάμωση της και η εγκατάλειψη της στις ορδές των μωαμεθανών και τελικά την άλωσή της. Παράλληλα αποτίεται ο οφειλόμενος φόρος τιμής στην Ορθοδοξία και στον Ελληνισμό, την Αγία Σοφία και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τους φωτοδότες του Χριστιανισμού και το Έθνους ,για το χρέος των Πανελλήνων προς τα θεία και Εθνικά ιδεώδη.
2. Η κατάσταση προ της Άλωσης – Η Ανάπτυξη του Βυζαντίου Η Κωνσταντινούπολη, κτίστηκε επί της χερσονήσου, μεταξύ του κόλπου του Χρυσού Κέρατος του Βοσπόρου και της Προποντίδας στην θέση του αρχαίου Βυζαντίου. Στην αρχαιότητα, παρά την στρατηγική του θέση και το εξαίρετο λιμάνι, το Βυζάντιο, σπάνια χαρακτηριζόταν για την σπουδαιότητά του. Το 324μ.Χ. όταν επανενώθηκαν από τον Μέγα Κωνσταντίνο τα δύο μέρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ωρίμασε ο χρόνος για την αλλαγή της πρωτεύουσας. Η Ρώμη ευρισκόμενη τότε σε πλήρη παρακμή, η οικονομική της ηγεσία επέλεξε την δραστηριοποίησή της στο ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας. Τότε λοιπόν, ο Μέγας Κωνσταντίνος άμεσα, επιλέγει το Βυζάντιο, για νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία διότι, το Βυζάντιο λόγω της στρατηγικής του θέσης γειτνίαζε προς την πρωτεύουσα της ανατολής της Νικομήδεια. Η αμυντική του θέση ήταν σχεδόν απόρθητη. Έλεγχε το εμπόριο προς τέσσερις κατευθύνσεις, προς Εύξεινο Πόντο, προς το Αιγαίο, προς την Ανατολή (Μικρά Ασία) και προς τη Δύση (Ευρώπη). Η είσοδος εχθρικού στόλου μέσα στην Προποντίδα, μπορούσε να εμποδιστεί, μετά από την οχύρωση των Δαρδανελίων, (αυτό διαπιστώθηκε και από τους συμμάχους το 1915), ενώ το ίδιο μπορούσε να γίνει προς Βορρά, κατά μήκος του Βοσπόρου. Η ορθότητα της εκλογής του Κωνσταντίνου, έμελλε να καταφανεί στους εννιά σχεδόν αιώνες (330-1204 μ.Χ.), της επιτυχούς άμυνας εναντίον αλλεπάλληλων επιθέσεων, τις οποίες προκαλούσε η ανθηρότητα του εμπορίου και ο πλούτος του Βυζαντίου. Την 11η Μαϊου του 330μ.Χ., το Βυζάντιο αφού ο Κωνσταντίνος το διεύρυνε και το ανακαίνισε, μεταβαπτίζεται, μετονομάζεται από Βυζάντιο σε Κωνσταντινούπολη προς τιμήν του αυτοκράτορα, οπότε γίνονται και τα επίσημα εγκαίνια του.
3. Το Μεγαλείο της Πόλης Από την πρώτη στιγμή, ο πληθυσμός της πόλης είναι σύνθετος, ένα μωσαϊκό από όλες σχεδόν τις φυλές με μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα. Η όλη εικόνα της ανάπτυξης και του μεγαλείου της Βασιλεύουσας, συνίσταται όχι μόνο στην άνθηση γραμμάτων, των τεχνών και του εμπορίου αλλά και σε ρυμοτομικά και αρχιτεκτονικά έργα, διαχρονικής αξίας και αποτελούν αντικείμενα μελέτης από γενεές επιστημόνων και ειδικών. Η Βασιλεύουσα κτισμένη πάνω σε επτά λόφους, εξ’ού και «επτάλοφος», επιγραμματικά περιελάμβανε τα πάρα κάτω έργα:
Τα τείχη 20 και πλέον χιλιομέτρων. Τις 50 πύλες επί των τειχών. Τις οχυρώσεις επί των τειχών με τα κλιμακωτά προπετάσματα. Τις τρεις λεωφόρους με δεντροστοιχίες, που διέσχιζαν την πόλη από την ανατολή προς την δύση και με άριστο αποχετευτικό σύστημα. Τις επίγειες και υπόγειες στέρνες. Τα λιμάνια. Το Αυγοσταίον (μεγαλοπρεπές κτίριο) το οποίο περιελάμβανε, ευρεία αγορά και λοιπά βοηθητικά κτίρια. Τον Μεγάλο Ιππόδρομο. Τα Δικαστήρια. Το παλάτι των Βλαχερνών. Την Σύγκλητο. Το μεγάλο παλάτι του Αυτοκράτορα. Τις Σχολές, την Θεολογική Σχολή της Χάλκης, τη Μεγάλη του Γένους Σχολή και πλήθος άλλων. Μοναστήρια και Ιερούς Ναούς. Το Πατριαρχείο Αιώνιος φάρος της Ελληνικής φυλής. Κολυμβήθρα αναβάπτισης της Χριστιανικής πίστης εις τους αιώνες. Ο Πατριαρχικός Ναός του Αγίου Γεωργίου. Συνοδικό, Βιβλιοθήκες, Τοιχογραφίες, Τάξη, Ευπρέπεια και Μεγαλοπρέπεια και τέλος , Η Αγία Σοφία Το τελειότερο δημιούργημα της Χριστιανοσύνης προς δόξαν της του Θεού Σοφίας. Το τέμπλο, εικόνες, επιγραφές, αγιογραφίες, πολυέλαιοι, μανουάλια, στασίδια. Κάθε γωνιά και Ιστορία. Το Άγιο Βήμα ,η Αγία Τράπεζα με το μαύρο βελούδο, το Ιερό Ευαγγέλιο, τα Άγια Σκεύη, ο Σταυρός, τα Εξαπτέρυγα. Τι να πρωτοκοιτάξουν τα μάτια και τι να πρωτοθαυμάσουν; Πόσα να συγκρατήσει το μυαλό; Δέκα χιλιάδες άνθρωποι εργάστηκαν επί πεντέμισι χρόνια υπό τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο και ο Ιουστινιανός με το πέρας του κτίσματος Αναφώνησε: «Δόξα του Αγίω Θεώ Νενίκηκα σε Σολομών» και η κρήνη, η κρήνη με την καρκινοειδή γραφή της Για να θυμίζει στο διάβα του χρόνου σ’ όλους εμάς << ΝΙΨΟΝ ΑΝΟΜΗΜΑΤΑ ΜΗ ΜΟΝΑΝ ΟΨΙΝ >> Κωνσταντινούπολη, Βασιλεύουσα, πόλη των πόλεων, Παγκόσμιο Λίκνο Πολιτισμού. Αιώνιε πλούτε, Εθνικό και Θείο όνειρο των Πανελλήλων.
4. Η Παρακμή Οι πρώτες απειλές εναντίον της Κωνσταντινούπολης ήλθαν όχι απ’ έξω, από εχθρούς, αλλά από μέσα , διχόνοια η κατάρα της φυλής . Οι θρησκευτικές έριδες και οι επαναστάσεις των Πράσινων και Βένετων προσλαμβάνουν σταδιακά, πολιτικό και θρησκευτικό χαρακτήρα όπου, οι Βένετοι εκπροσωπούν τους Ορθόδοξους Χριστιανούς και οι Πράσινοι τους Μονοφυσίτες. Αποκορύφωμα της διένεξης, η Στάση του Νίκα το 532μ.Χ., όπου σκοτώθηκαν, 30 χιλιάδες λαού και καταστράφηκε από πυρκαγιά μεγάλο μέρος του ναού της Αγίας Σοφίας. Σταδιακά η αυτοκρατορία, παράλληλα με τις εσωτερικές συγκρούσεις σπαρασσόταν από τις περιφερειακές και μία μετά την άλλη, οι επαρχίες επαναστατικά, αποσχίζονται και οι τοπικοί ηγεμόνες εγκαθιδρύουν δυτικού τύπου αιμοσταγή, φεουδαρχικά καθεστώτα. Η συρρίκνωση της αυτοκρατορίας διαφαίνεται ότι συντελείται και είναι μη αναστρέψιμη. Μέσα σ’ αυτή πολιτικοστρατιωτική δύνη οι αυτοκράτορες, Ιουστινιανός, Ηράκλειος, οι Ισαύροι, οι Κομνηνοί και οι Παλαιολόγοι προσπαθούν να συγκρατήσουν τα εξ’ ανατολών στίφη, αρχικά των Αράβων και στη συνέχεια των Μωαμεθανών. Σύντονες και επίμονες προσπάθειες αυτοκρατόρων, προσεταιρισμού της Δύσης και του Πάπα, απέβαιναν άκαρπες, αφ’ ενός λόγω της εσωτερικής αντίδρασης και της σκληρής στάσης των ανθενωτικών και αφ’ ετέρου, λόγω της υποτέλειας της Ορθόδοξης στη Δυτική εκκλησία, που επιχειρούσαν, τόσο θρησκευτικοί όσο και πολιτικοί- στρατιωτικοί ειδικοί της Δύσης (Πάπας, Λατίνοι και Γενουάτες). Τελικά επέρχεται και το οριστικό Σχίσμα των δύο Εκκλησιών το 1054μ.Χ. Επί Κομνηνών, με δικές τους ενέργειες, επιχειρείται δια των Σταυροφοριών ενίσχυση της συρρικνωμένης ήδη αυτοκρατορίας. Αποτέλεσμα αυτής της κίνησης των Κομνηνών, προσεταιρισμού,γενικα των δυτικών ήταν να κατακλυστεί η Κωνσταντινούπολη από Γενουάτες και Λατίνους εμπόρους, οπότε άρχισε ένας ανελέητος πόλεμος, μεταξύ των Ελλήνων και των ξενόφερτων εμπόρων. Το 1182 οι Έλληνες εξεγέρθηκαν και κατάσφαξαν τους Δυτικούς. Μετά το 1204 οι Δυτικοί, με την 4η σταυροφορία και με το πρόσχημα της αποκατάστασης του Ισαάκιου Κομνηνού στην εξουσία, με υποκίνηση των Ενετών, εισβάλουν στην πόλη, την κυριεύουν και μεταφέρουν στη Δύση όσους θησαυρούς μπόρεσαν. Το 1261 η Πόλη ανακαταλαμβάνεται από τους Έλληνες και αρχίζει και πάλιν η ανοικοδόμησή της. Κατά την ανοικοδόμηση της και με την περάτωση της, επιχειρούνται απανωτές πολιορκίες από τους Τούρκους οι οποίες αποκρούονταν αποφασιστικά. Από το 1391 μέχρι και το 1452 η Πόλη, παρά τις απώλειες της και την εξασθένησή της ανθίστατο σθεναρά. Ήδη διαφαίνονται ξανά σημεία κάμψης της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής της δομής. Το 1452 ο Μωάμεθ ο Β΄ συμπλήρωσε τις κατακτήσεις του και θέτει το Βόσπορο υπό τον έλεγχο του.
5. Η άλωση της Πόλης Ο τελευταίος των Βυζαντινών Παλαιολόγων Αυτοκρατόρων, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος ο 11ος, σε ηλικία 45 χρόνων, μετά από πολλές στρατιωτικές και προσωπικές περιπλανήσεις Αγχίαλος, Εύξεινος Πόντος, Πελοπόννησος, Πάτρα, Μυτιλήνη και Μυστράς, μετά το θάνατο του αδελφού αυτοκράτορα Ιωάννου του 8ου στις 3 του Οκτώβρη του 1448, δεν αντιτάσσεται στην μυστική φωνή του έθνους, παρά τις στρατιωτικές αποτυχίες και την συρρίκνωση πλέον της αυτοκρατορίας, καθώς και το προσωπικό του δράμα, το ότι παρέμεινε άτεκνος παρά τους δύο γάμους του, όπου οι σύζυγοι του απεβίωναν κατά τον τοκετό, φαίνεται ότι, αντί τρίτου νυμφικού στεφάνου έμελλε να φορέσει το φωτοστέφανο του μαρτυρίου. Την 12η Μαρτίου του 1449 καταφθάνει με την συνοδεία Καταλανικών πλοίων και μπαίνει στην πόλη. Τον συνοδεύει η βαθιά πίστη στο Θεό. Η αγάπη και η προσδοκία του λαού του, τον περιβάλλουν μ’ ελπίδα κρυφή σαν σωτήρα του έθνους. Τέσσερα χρόνια μαρτυρικής και αγωνιώδους διοίκησης και αντίστασης διέρρευσαν με τον Κωνσταντίνο στο θρόνο (12 του Μάρτη του 1449 μέχρι τις 29 Μαΐου του 1453). Τα γεωγραφικά όρια του κράτους δεν επεκτείνονταν πέραν της Κωνσταντινούπολης της Σηλυβρίας στην Προποντίδα, της Μεσημβρίας στον Εύξεινο Πόντο και της Αγχιάλου. Η άλλοτε πρώτη πόλις του κόσμου, διερχόταν τις πιο δραματικές στιγμές της ιστορίας της. Κάτω από τα ανηλεή πλήγματα των Οθωμανών Σουλτάνων, διάνυε τις τελευταίες θλιβερές μέρες του μακρού υπερχιλιετούς βίου της και μαζί της, κατέρρεε η γερασμένη πια αυτοκρατορία του Βυζαντίου. Φαίνεται ότι οι καιροί επιφύλαξαν την άλωση της Πόλης στον Μωάμεθ. Τολμηρό ηγεμόνα, νοήμονα με πολιτικές και στρατιωτικές αρετές αλλά παράλληλα, λοιπές ιδιότητες του ήταν η ωμότητα και η ορμητικότητα και το πείσμα. Στρατολογεί από κάθε κατεύθυνση στρατιώτες Μωαμεθανούς, Χριστιανούς και Γενίτσαρους και σύρει μαζί με τον στρατό του πλήθη αμάχων. Αποδύεται το 1452-1453 σε μια λυσσώδη προσπάθεια στην Αδριανούπολη, για ανασυγκρότηση και προετοιμασία του στρατού του. Η δύναμη του σε Πεζικό και Ιππικό ήταν η μεγαλύτερη της εποχής. Οι Γενίτσαροι, που αποτελούντο από 15 χιλιάδες άνδρες, ήταν το πιο αξιόμαχο σώμα. Άλλες 30 χιλιάδες, βίαια ,συνακολουθούντες Χριστιανοί. Συνολικά ο στρατός του ανήρχετο σε 265 χιλιάδες, ο δε στόλος του που συγκεντρώθηκε στην Καλλίπολη, αριθμούσε 350 σκάφη. Δύναμη τρομακτική για την τότε χρονική περίοδο. Η δύναμη του σε τηλεβόλα ανάλογη. Απέναντι στο στρατό του Μωάμεθ, ο Κωνσταντίνος ετάχθη από την ιστορία να οργανώσει την μέχρις εσχάτων την άμυνα της Πόλης. Μικρή βοήθεια κατέφθασε από την Ενετία και την Γένοβα. Μέσα σε ατμόσφαιρα τρόμου ο Μωάμεθ, άρχισε στις 7 του Απρίλη του 1453 τον ακήρυκτο πόλεμο. Παρά τις υπερβολές των αριθμών, το πιθανότερο είναι ότι οι αμυνόμενοι μόλις υπερέβαιναν τις 8 χιλιάδες. Ο Κωνσταντίνος οργάνωσε την άμυνα όσο γινόταν καλύτερα. Εγκατέστησε το στρατηγείο του στην Πύλη του Ρωμανού, που εθεωρείτο το πιο ευπαθές σημείο των τειχών. Μια λακωνική φράση καταδεικνύει την συμπεριφορά, το είναι του και την σκέψη του τις στιγμές εκείνες «θέληση για Αγώνα και Έρωτας με τον θάνατο». Ο πολιορκητής, κάνει πρόταση στον Κωνσταντίνο να του παραδώσει την πόλη, με αναξιοπρεπή ανταλλάγματα. Αξιωματούχοι του στρατού, του υποδεικνύουν «Φύγε να σωθείς για να οργανώσεις την άμυνα κατά του εχθρού, σε άλλο, προσφορότερο σημείο». Η απάντηση του Κωνσταντίνου στην θρασύτατη πρόταση του μωαμεθανού πολιορκητή παραμένει στους αιώνες. «Την δε πόλιν ου σοι δίδομεν, κοινή γαρ γνώμη πάντες, αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν, και ού φεισόμεθα της ζωής ημών». Το τελειότερο επίγραμμα Φιλοπατρίας και Ηθικής. Στη δε υπόδειξη των δικών του ανθρώπων για να φύγει να σωθεί, εξεγείρεται η τίμια συνείδηση του άνδρα: «Σας ικετεύω να ζητήσετε να μην σας εγκαταλείψω για να σωθώ, επιθυμώ μαζί σας ν’ αποθάνω». Ο Κωνσταντίνος δεν ασχολείται μόνον με την πύλην του Ρωμανού όπου εγκατέστησε το αρχηγείο του. «Έφιππος δι’ όλης την ημέρας και νυκτός περιπατών ην, γύρωθεν και ένδον της πόλεως και των τειχών». Αεικίνητος διέτρεχε όλην την πόλιν, εξορκίζοντας τους αξιωματούχους του στρατού και τους ίδιους τους στρατιώτες εμψυχώνοντας τους και προτρέποντας τους να εμμείνουν αντρίκια, μέχρι και τον τελευταίο, για την άμυνα της πόλης. Με προσωπική επίβλεψη εφαρμόζει το σχέδιο του τάσσοντας ο ίδιος τους στρατιωτικούς του αξιωματούχους στα επίκαιρα σημεία άμυνας της Πόλης.
(1) Στην Χρυσή Πύλη μέχρι και την παραλία της Προποντίδας τάσσει τον Ανδρόνικο Κατακουζινό. (2) Στην πύλη του Πολυανδρίου τάσσει τους Παύλο Αντώνιο και Τρωίλο Μποκάρδο. (3) Από την πύλη του Αγίου Ρωμανού μέχρι την Πύλη του Πέμπτου τάσσει τον Ιωάννη Ιουστινιάνη. (4) Από την Πύλη της Ανδριανουπόλεως μέχρι και την Κερκόπορτα τάσσει τον Λεοντάρη Βρυέννιο. (5) Στην Πύλη της Καλλιγαρίας τάσσει τον γηραιό μαχητή Θεόδωρο Καρυστίνο. (6) Στην Κυλιόμενη πόρτα τάσσει τον Μανουήλ Παλαιολόγο. (7) Στην Βασιλική Πύλη τάσσει τον Λουκά Νοταρά. (8) Στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου τάσσει τον Ενετό πλοίαρχο Γαβριήλ Τρεβιζάνο. (9) Στο 4ο μέρος του τείχους της Προποντίδας τάσσει τον Ιάκωβο Κονταρίνη. Το πυροβολικό των αμυνόμενων, ολιγάριθμο ενώ έλειπαν ο εκρηκτικές ύλες λόγω της συνεχούς χρήσης αφ’ ενός και αφ’ ετέρου λόγω του αποκλεισμού, προέκυψαν όπως ήταν φυσικό , δυσχέρειες στον ανεφοδιασμό. Τη νύκτα της 18ης Απριλίου πλήθος Τούρκων πλησίασε τα τείχη, των οποίων οι κραυγές ακούονταν μέχρι τα Ασιατικά παράλια. Προηγήθηκε επί αρκετές ημέρες σφοδρός βομβαρδισμός, από τους οποίους προκλήθηκαν σοβαρές ζημιές σε μεγάλο μέρος του τείχους, εσωτερικά και εξωτερικά και μερικοί του πύργοι στην κοιλάδα του Λύκου κατέρρευσαν. Ο Μωάμεθ έτεινε να πιστεύει, ότι μπορούσε με μια έφοδο πια, να καταλάβει την πόλη. Στην πόλη κατάθλιψη, αγωνία και πολύς πόνος επικρατούσε. Ο αυτοκράτορας θλιμμένος, πίστευε πια, ότι η γενική μάχη ήταν σχεδόν έτοιμη ν’ αρχίσει. Οι απώλειες του εχθρού σοβαρές, των αμυνομένων ουδεμία. Συλλογική και σύντονη προσπάθεια των υπερασπιστών απλού λαού και αμάχων, συνέτειναν στην πρόχειρη επισκευή των ρηγμάτων του τείχους, με άμεσο αποτέλεσμα ν’ αποτύχει η έφοδος των Τούρκων. Το γεγονός αυτό ενθάρρυνε τους υπερασπιστές. Το πρωί της 20ης Απριλίου, μεγάλο φορτηγό πλοίο με τη συνοδεία τριών Γενουατικών, μετέφεραν εφόδια, χρήματα και στρατιώτες στους πολιορκημένους. Πλήθη, με δακρυσμένα μάτια οι πολιορκημένοι, παρακολουθούν με αγωνία την αναμενόμενη ναυμαχία. Μετά από πολλές επιθέσεις των Τούρκων και της εμπλοκής των Γενουατών και Τούρκων σε μάχη σώμα με σώμα μαχόμενοι με πέλεκεις, αρπάγες και ακόντια και μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο φωνών, γογγυσμών, αλαλαγμών, κατάρων και βλασφημιών των μωαμεθανών, κατορθώνει ο στολίσκος των Γενουατών βοηθούμενος και από τον πνέοντα νότιο άνεμο, να εισέλθει ασφαλισμένος πλέον, σωθείς από θαύμα, στο στόμιο του Κεράτιου κόλπου.
Ο κάματος των Χριστιανικών πληρωμάτων ανείπωτος, ανείπωτη όμως ήταν η χαρά και η ανακούφιση των πολιορκημένων. Η πολιορκία πέρασε από πολλές φάσεις. Οι περιγραφές των μαχών που έγιναν μεταξύ 18 και 20 τ’ Απρίλη του 1453, δίδουν ζωηρή εικόνα της μαχητικότητας και προπάντων του πείσματος, πολιορκουμένων και πολιορκητών. Αντιλαμβάνεται πλέον ο Μωάμεθ ότι, με τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία συγκεντρωμένα στο Κεράτιο κόλπο, ήταν αδύνατη η ολοκλήρωση της πολιορκίας και της τελικής εφόδου προς την πόλιν. Τότε λοιπόν επινόησε σατανικό σχέδιο, ίσως μετά από υπόδειξη Γενουατών ή Ιταλών μισθοφόρων συμβούλων. Τοποθέτησε πάνω από τον Κεράτιο κόλπο επί των λόφων του Γαλατά, ελαφρύ πυροβολικό και βομβάρδιζε τα Ελληνικά και Φράγκικα πλοία μέσα σ’ αυτόν. Υπό την κάλυψη των πυκνών πυρών μέσα σε μια νύκτα, μετέφερε 70 τούρκικα πλοία, από το Διπλοκιόνιο στο Κεράτιο κόλπο. Αυτό έγινε δυνατό με την διολίσθηση των πλοίων πάνω σε τεχνητό δρόμο, κατασκευασμένο από σανίδες, αλειμμένες με λάδι και λίπος.
Η μέθοδος αυτή λεγόταν υπερνεώλκησις, ήταν δε γνωστή στους Βυζαντινούς. Οι προασπιστές της πόλης καταλήφθηκαν από σύγχυση, αγωνία και τρόμο, αφού είδαν τον τούρκικο στόλο, μέσα στον Κεράτιο Κόλπο, να προσεγγίζει από το ανατολικό μέρος τα τείχη και περικυκλωμένο πλέον τον Ελληνικό στολίσκο. Ο Κωνσταντίνος αναγκάζεται να διαθέσει μεγάλο μέρος, από τις τόσο λίγες δυνάμεις του, για την προάσπιση της πόλης στο Ανατολικό τείχος (προς τον Κεράτιο Κόλπο). Ο Μωάμεθ βρίσκεται πλέον σε πλεονεκτική θέση από πλευράς αριθμών, έμψυχου και άψυχου υλικού και μετά την επιτυχία της τακτικής κίνησης του, να βρεθεί προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης και περισφίγγοντας τον Ελληνικό στολίσκο εντός του Κεράτιου, εφαρμόζει το τελικό του σχέδιο. Με τηλεβόλα όπλα «πετροβόλες μηχανές», ανοίγει ρήγματα στα χερσαία τείχη και γεμίζει τις προ των τειχών τάφρους, με πέτρες και χώμα και διευκολύνει την προσπέλαση των Τούρκων. Χρησιμοποιεί έτοιμους ή πρόχειρα ανοιγμένους υπονόμους, καθώς και ξύλινους πύργους για να εισέλθει στην Πόλη. Οι προασπιστές της πόλης μάχονται μέρα και νύκτα, οι μαχητές αντιμετωπίζουν τον εχθρό και οι άμαχοι επισκευάζουν τις ζημιές ή καταπνίγουν τους Τούρκους μέσα στους υπονόμους και κατακαίγουν τους ίδιους πάνω στους ξύλινους πύργους τους. Ο Μωάμεθ θέτει σ’ εφαρμογή και το τελικό σχέδιο του. Ήδη βρισκόμαστε την παραμονή της θλιβερής εκείνης μέρας, περιέρχεται έφιππος τους στρατιώτες του μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο από φωνές, σάλπιγγες, σαντούρια, τύμπανα, κύμβαλα, φωταψίες, εκφωνεί εμπρηστικούς και φανατικούς λόγους και εξωθεί τους στρατιώτες να πολεμήσουν γενναία, υποσχόμενος σ’ αυτούς διαρπαγήν του πλούτου της πόλης, για τους ίδιους και τα παιδιά τους. Στο στρατόπεδο των πολιορκητών επικρατούν πολεμικός αναβρασμός, χαρά και αγαλλίαση, για την επικείμενη άλωση της πόλης. Στο στρατόπεδο των λιγοστών Ελλήνων Χριστιανών, υπερασπιστών της Πόλης, επικρατεί η κατήφεια, η κατάθλιψη, η κούραση και η έλλειψη των πάντων και ο Αυτοκράτορας , σεμνός, λιτός, στρατιώτης μαζί με τους τελευταίους προασπιστές της βασιλεύουσας, έγραφαν τον επίλογο της μεγάλης πράξης σ’ όλο της το ηθικό μεγαλείο. Από κοντά του το αρχοντολόι, ο λαός και λαμπρός πρωθυπουργός του, Λουκάς Νοταράς, πρόθυμοι όλοι τους να χύσουν το αίμα τους για την χαρά και την ελπίδα όλων των Ελλήνων και να επιτελέσουν το υπέρτατο χρέος, έναντι της Ιστορίας. Ο Γεώργιος Σχολάριος αφηγείται: «Την ημέρα, την προτεραία της αποφράδας εκείνης, πάνδημος λιτανεία οργανώθη ανά την πόλιν και τα τείχη. Της συναθροίσεως ηγούντο εν στολή οι κληρικοί με τα της θρησκείας σύμβολα».
Ηκολούθουν άρχοντες και αρχόμενοι, άνθρωποι πάσης τάξεως και παντός φύλου. Κραυγή απογνώσεως ήτο η προσευχή των, δέησις και ικεσία εκ βαθέων. Κλαυθμοί, γογγυσμοί, στεναγμοί, πόνος, λιποψυχίες και δάκρυα εχαρακτήριζον τον έκτακτον εκείνο συναγερμό. Μυριόστομος ήτο η κραυγή των ελεύθερων πολιορκημένων «Κύριε ελέησον!!!» Η απλή αυτή φράση, συνόψιζε το άλγος και την ικεσίαν του πλήθους προς το θείον, δια ν’ αποτραπεί ο φοβερός κίνδυνος». Το βράδυ της ίδιας μέρας, ο αυτοκράτορας κάλεσε στο παλάτι τους στενότερους του συνεργάτες, άρχοντες και αξιωματούχους. Οι λόγοι του, περήφανη κατακλείδα του υπερχιλιετούς ένδοξου βίου της αυτοκρατορίας. «Δια τούτο λέγω και παρακαλώ υμάς, ίνα στήτε ανδρείως και μετά γενναίας ψυχής ως πάντοτε έως του νυν εποιήσατε, κατά τον εχθρών της πίστεως ημών. Παραδίδω δε εις υμάς, την εκλαμπρότατην και περίφημον ταύτην πόλιν και βασιλεύουσαν των πόλεων. Καλώς λοιπόν γιγνώσκετε, αδελφοί, ότι δια τέσσαρα τινά οφείλομεν κοινώς πάντες, να προτιμήσωμεν τον θάνατο μάλλον ή την ζωήν, πρώτον μεν υπέρ της πίστεως ημών και ευσέβειας, δεύτερον δε υπέρ της πατρίδος, τρίτον δε υπέρ του βασιλέως ως Χριστού του Κυρίου και τέταρτον υπέρ συγγενών και φίλων». Με αυτούς και άλλους λιτούς και απέρριτους αλλά μεγαλειώδεις και προφητικούς λόγους ο αυτοκράτορας συνέχισε εκείνη την σύναξη. Η κατακλείδα του Βασιλικού λόγου ήταν γεμάτη τραγικό μεγαλείο και εχαλύβδωνε τις ψυχές των υπερασπιστών της αθάνατης πόλης. Διετράνωνε την ακράδαντη πεποίθησή του ο βασιλιάς και στρατιώτης, με τους προφητικούς του λόγους, μαργαρίτες για το έθνος, «Οφειλέται κοινώς εσμέν, ίνα προτιμήσωμεν αποθάνειν μάλλον η ζην, ότι γαρ η μνήμη και η φήμη και η ελευθερία αιώνιος γενήσεται». Μετά την δημηγορία του αυτοκράτορα, η επωδός αυτής προήλθε ομόφωνη, η ορκοδοσία όλης της σύναξης εις το παλάτι και ήτο αυτή η μυστική φωνή των υπερασπιστών όλων της πόλης «μαχητών και άμαχων, γερόντων και εφήβων, ανδρών και γυναικών». «Αποθανώμεν υπέρ της Χριστού Πίστεως και της πατρίδος ημών». Προτού επισφραγίσει με έργα, όσα είπε στη σύναξη του παλατιού της 28ης του Μάη, ο Κωνσταντίνος σαν τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, αποτέλεσε το ύστατο χρέος που αισθανόταν σαν Χριστιανός.
Κατά την τελευταία εκείνη νύκτα της μακράς και πολυκύμαντης ζωής της Αυτοκρατορίας, ετελείτο κατανυκτική θεία λειτουργία για τελευταία φορά μέσα σ’ αυτό τον ιερό χώρο, τον Ιερό ναό της του Θεού Σοφίας. Αυτοκράτορας, Πρωθυπουργός, Πατριάρχης, κλήρος και λαός με έκσταση και κατάνυξη με δάκρυα στα μάτια ψάλλουν προς την Υπεραγίαν Θεοτόκον τον Ακάθιστο Ύμνο. «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια…»
Ο Αυτοκράτορας, Άνθρωπος και Μαχητής, με συντριβή καρδιάς και θλίψιν πολλήν ,προσέρχεται στην ωραίαν πύλη και γονυπετής, κοινωνεί των αχράντων μυστηρίων, αφού καλός χριστιανός όπως ήτο ζήτησε συγχώρεση από τους χριστιανούς αδελφούς του. Τον Κωνσταντίνον ακολουθούν οι άρχοντες, οι συναγωνιστές του και το εκκλησίασμα. Εκείνες πραγματικά οι στιγμές ήταν οι ωραιότερες και τελευταίες, της μαρτυρικής ζωής ,του τραγικού τούτου τελευταίου Βυζαντινού Αυτοκράτορα. Μετά τη θεία λειτουργία ο Κωνσταντίνος, μεταβαίνει στο παλάτι, για λίγο χρόνο, και αφού ζητά συγχώρεση από όλους τους παρευρισκομένους, ξεκινά για το Στρατηγείο του, παρά την πύλη του Ρωμανού. Ο Σφραντζής, χρονογράφος, μας άφησε αποτυπωμένες τις τραγικές στιγμές: «Τήδε την ώραν τις διηγήσεται τους τότε κλαυθμούς και θρήνους τους εν των παλατίω, εάν άνθρωπος ήτο ή εκ πέτρας ή εκ ξύλου ουκ αδύνατο μη θρηνήσαι». Ο Μωάμεθ με συγκεντρωμένες πλέον τις δυνάμεις κοντά στα τείχη, περιμετρικά της πόλης, ενεργεί την τελική επίθεση σε τρεις διαδοχικές φάσεις.
Οι επιτιθέμενοι επιχειρούσαν ν’ αναρριχηθούν επί τους τείχους. Εν ριπή οφθαλμού έστησαν εκατοντάδες κλιμάκων και ανήρχοντο στο τείχος μανιωδώς κατά κύματα, παρά την σθεναρή αντίσταση των πολιορκουμένων. Η κατά κύματα επίθεση του Μωάμεθ αποσκοπούσε, στην καταπόνηση των λιγοστών υπερασπιστών της πόλης και η επίθεση έβαινε χρόνο με το χρόνο πλέον λυσσώδης και με αφάνταστη αγριότητα. Στην τρίτη και τελευταία φάση ο Μωάμεθ με τις εφεδρικές και ακμαίες του δυνάμεις επιχειρεί την τελευταία φάση της επίθεσης. Ο Αρχιεπίσκοπος Λεονάρδος αφηγείται στο χρονικό του «Ο ουρανός συνεσκοτάζετο (συννέφιασε) από τα βλήματα και τα βέλη των επιτιθέμενων». Στην πύλη του Ρωμανού όπου ήταν το ασθενέστερο σημείο των τειχών όπου και το Στρατηγείο του Κωνσταντίνου, έπεσε το βάρος όλο, της λυσσώδους εφόρμησης. Εκεί, αφηγούνται πολλοί χρονογράφοι, έγιναν οι πιο λυσσώδεις μάχες και οι αντίπαλοι εμάχοντμε πείσμα σώμα με σώμα. Φαίνεται όμως, ότι η τύχη βοήθησε τον Μωάμεθ, να επιτελέσει το ανοσιούργημα του. Ενώ ο Κωνσταντίνος εμάχετο στην πύλη του Ρωμανού, όπου είχε σημειωθεί μεγάλο ρήγμα στο τείχος και παράλληλα, ενώ προσπαθούσε ν’ αντικαταστήσει τον φονευθέντα πλησίον της ίδιας πύλης γενναίο μαχητή του Ιουστινιάνη και αφού ανέλαβε προσωπικά την διοίκηση των κατάκοπων, λιγοστών υπερασπιστών της πύλης, μεσολαβεί το μεγάλο και άτυχο γεγονός που άλλαξε άρδην την τύχη του αγώνα. Μικρή πύλη ανατολικά της πύλης του Ρωμανού λεγόμενη Κερκόπορτα αφέθηκε ανοικτή και αφύλακτη. Πόσες φορές άραγε, αφήσαμε τις Κερκόπορτες ανοικτές από τότε μέχρι σήμερα; Ρωμιοσύνη – Ρωμιοσύνη. Από αυτό το σημείο λοιπόν οι πολιορκητές κατά κύματα και με λυσσώδη μανία, εισέρχονται στην πόλη και φθάνουν στην κοιλάδα του Λύκου και στα νώτα του Κωνσταντίνου που υπεράσπιζε την πύλη του Ρωμανού.
Η τύχη της πόλης είχε πλέον κριθεί, οι μαχητές εξαθλιωμένοι, κατακουρασμένοι, αλλά με ψηλό το φρόνημα, μάχονται και μόνοι και μετά των λιγοστών εναπομεινάντων και πέφτει ο ένας μετά τον άλλον. Ο Κωνσταντίνος μάχεται σαν απλός στρατιώτης. Κατάκοπος αλλά αποφασισμένος κατέβηκε από το άλογο του, αφαίρεσε την αυτοκρατορική του στολή και όλα τα σύμβολα του ψηλού αξιώματός του. Διατήρησε μόνο τα ερυθρά πέδιλα (καμπάγια), με τους χρυσούς δικέφαλους αετούς, και αφού ξεγύμνωσε το σπαθί του, καλυπτόμενος προ της ασπίδας του, όρμησε στο κρισιμότερο σημείο το πλήθος των επιδρομών και ο Σφραντζής αφηγείται «Εμάχετο ο Άνθρωπος και Βασιλεύς επί ώραν πολλή, βρυχόμενος ως λέων και την ρομφαίαν (σπαθί) εσπασμένη έχων εν τη δεξιά, πολλούς των πολεμίων κατέσφαξε και το αίμα ποταμηδόν εκ των χειρών και των ποδών αυτού έρρεε». Σε τέτοια στιγμή στην ορμή της μάχης, μεγαλείου – αυτοθυσίας και υπερβάσεως από τη γήινα , έπεσεν μαχόμενος ο τελευταίος των Παλαιολόγων και μαζί του έπεσεν και η Αυτοκρατορία και ΕΑΛΩ Η ΠΟΛΙΣ , κραυγή, που σε λίγες μόνον στιγμές ακούστηκε σ’ όλη την πόλιν. Την υστάτην στιγμή προ της θυσίας του, ιστορικοί καταμαρτυρούν ότι ο Παλαιολόγος ανεφώνησεν: «Ουκ εστί τις των Χριστιανών του λαβείν την κεφαλήν απ’ εμού». Φράση που καταδεικνύει την αγωνία του Χριστιανού Εθνομάρτυρα να μην πέσει ζωντανός στα χέρια των Αγαρηνών. Οι κατακτητές αναζητούν το νεκρό σώμα του Αυτοκράτορα: «πλείστας κεφαλάς των αναιρεθέντων έπλυναν, ει τύχοι και την Βασιλική γνωρίσωσι και ουκ ηδυνήθησαν γνωρίσαι αυτήν, ει μη, το τεθνεός πτώμα του βασιλέως ευρόντες, ο εγνώρισαν εκ του Βασιλικών περικνημίδων ή και πεδίλων ένθα χρυσοί δικέφαλοι αετοί ήσαν γεγραμμένοι, ως έθος υπήρχε τοις Βασιλεύσι».
Ο χρονογράφος και φίλος του Κωνσταντίνου, Σφραντζής διηγείται: «Την Αυγήν της 29ης Μαΐου 1453 περί την 4ην πρωινή ημέρας Τρίτης, συμπληρών της ηλικίας αυτού έτη 49 μήνας 3 και ημέρας 20, έπεσεν ο ηγεμών Κωνσταντίνος ο 11ος Παλαιολόγος κατά την 55ην ημέραν της πολιορκίας της Βασιλεύουσας, ομού μετ’ αυτής». Κατά τον Σφραντζή, ο Μωάμεθ αφού αναγνώρισε την Βασιλική υπόσταση του Κωνσταντίνου, το θάρρος την τιμή και το μεγαλείον του, με προσταγή του, ετάφη το πτώμα του Βασιλέως μετά Βασιλικών τιμών, παρέλειψε όμως επιμελώς ν’ αναφέρει που ετάφη. Είναι γεγονός ότι ελλείψει σύγχρονης μαρτυρίας, η έστω παράδοσης, δεν έχει πληροφορηθεί κανένας ποτέ, που ετάφη η ήρωας Βασιληάς. Μεταγενέστερες δημιουργηθείσες παραδόσεις οφείλονται σε διηγήσεις και ευσεβείς απηχήσεις. «Ο Μαρμαρωμένος» Η φαντασία του Ελληνικού Έθνους και ο θρύλος, θέλει τον Κωνσταντίνο , Μαρμαρωμένο , όπου Άγγελος Κυρίου προτού κτυπηθεί από το σπαθί του αράπη ,τον άρπαξε και τον πήρε σε μια σπηλιά βαθιά κάτω στη γη, κοντά στην Χρυσόπορτα. Εκεί μένει «Μαρμαρωμένος» και καρτερεί την ώρα να ’ρθεί πάλιν ο Άγγελος, να τον σηκώσει, να του δώσει και πάλι στο χέρι το σπαθί του και να μπει στην πόλη από την Χρυσόπορτα και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, να τους διώξει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά…την Μέκκα. Είναι όμως και η λαϊκή ρήση πολύ χαρακτηριστική της παράδοσης και του πόθου των Ελλήνων «Κωνσταντίνος την έκτισε Κωνσταντίνος την έχασε Κωνσταντίνος θα την πάρει»
Η παράδοση αποκορυφώνει τους μυστικούς πόθους των Ελλήνων και διαχρονικά περισαρκώνει την Μεγάλην Ιδέα την ανασύσταση της πάλαι τότε κραταιάς Πόλης της Βασιλεύουσας και της Αυτοκρατορίας, αποκατάσταση στον θρόνο του Αυτοκράτορα και με το σκήπτρο πλέον στο χέρι και υπό την σημαία του Δικέφαλου ν’ ανακτήσει και η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία την παλαιά αίγλη και λαμπρότητα και να επιφέρει την συνένωση των όπου γης Χριστιανών. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Την 29 του Μάη του 1453, Εάλω η Πόλις. Δεν αλώθηκε όμως η Ελληνική ψυχή και η Χριστιανική πίστη. Μπορεί «να έπαψε το χερουβικόν και χαμήλωσαν τ’ άγια» και τούρκεψε η Πόλη. Η ιστορία όμως επαναλαμβάνεται. Πάλι με χρόνια…με καιρούς, πάλι δική μας θάναι». Μήπως «ο Μαρμαρωμένος» δεν βγήκε από τότε από την Χρυσόπορτα, με τον δικέφαλο στα χέρια και περιέλουσε με χρυσή βροχή, τους πολεμιστές των νεωτέρων χρόνων 1821, 1912, 1922, 1940, 1955 και το 1974; Ο Παλαιολόγος είναι ένας των ευγενέστερων ηρώων της ελληνικής ιστορίας. Προμαχώνας στον ωραίον αγώνα υπέρ της Βασιλεύουσας, θυσίασε ένδοξα τη ζωή του μαζί με τους συναγωνιστές του. Σε ελληνική γη, δεν έχει ανεγερθεί μαρμάρινο μνημείο, αντάξιο της μεγάλης θυσίας του μάρτυρα Βασιληά.
Η ελληνική συνείδηση έπλεξε εκ λίθων τιμίων τον φωτοστέφανον του. Το Σεμνό του μαυσωλείο έχει θρονιάσει στις ψυχές των Ελλήνων, το ελληνικό φιλότιμο του ανάβει σ’ ένδειξη τιμής, μόνιμα, φωτίζοντας τις ψυχές όλων μας, αλλά υποδεικνύοντας μας ταυτόχρονα και το βαρύ εθνικό μας χρέος. Έλληνες αφυπνισθείτε και γρηγορείτε, οι καιροί για τον Ελληνισμό είναι δύσκολοι. Το Ελληνικό έθνος κραταιό ενδοξότερο και σοφότερο από αρχαιοτάτων χρόνων, υπέκυψε στο νόμο της ύλης, της ευκολίας. Η υπέρτατη προσήλωση στην θεία πίστη και την φιλοπατρία, η οποία έπαψε επί των ημερών μας να καθοδηγεί την σκέψη και το είναι μας, κατολισθαίνει τον Ελληνισμό και τον συρρικνώνει . Συνεργοί προς τούτο , μεθοδικά και ακατάπαυστα , οι ταγοί της νέας τάξης πραγμάτων για επιβολή των άνο- μων σχεδίων τους , της παγκοσμοιοποίησης, δηλαδή την απαξίωση των Χριστιανικών και Ελληνικών συμβόλων και ιδεωδών ,με τελικό στόχο την εξαφάνισή τους . Έχουμε δικαίωμα , νομιμοποιούμαστε να επιτρέψουμε τέτοιο ξεπεσμό και κατάντια? Η μοίρα έταξε το Ελληνικό έθνος πλησίον εχθρού, αδίστακτου, ύπουλου και καιροσκόπου. Αυτός λοιπόν ο καταχθόνιος και καταστροφέας του ανθρώπινου πολιτισμού καταπατεί τ’ άγια χώματα της Πόλης, της Μικράς Ασίας ,του Πόντου και της Βόρειας Κύπρου. Το 1453, το 1821, το 1922 και το 1953 στην Κωνσταντινούπολη και το 1974 στην Κύπρο, βίασε, άρπαξε, κατάστρεψε, λεηλάτησε κάθε ιερό και όσιο μας. Ποιός στ’ αλήθεια θα ξεπλύνει αυτή την ντροπή.
Ποιός άλλος από εμάς φυσικά, την σημερινή γενιά. Βαρύ το χρέος και μεγάλη λοιπόν η ευθύνη μας. Δεν μας επιτρέπεται να υπνώττουμε να εφησυχάζουμε και να αδιαφορούμε. Έχουμε Ιερό καθήκον και εθνικό χρέος, οι απανταχού Έλληνες, να αποτινάξουμε την διχόνοια, την κατάρα αυτή, που μας κυριολεκτικά κατασπαράσσει την φυλή μας και γινόμαστε εύκολη λεία στον εχθρό. Ας ανατρέξουμε την ιστορία, αυτή διδάσκει, όχι μόνο για τα αίτια της υποδούλωσης και της συρρίκνωσης του έθνους, διδάσκει και για τα αίτια που λιγοστοί έλληνες με σύμπνοια, ομόνοια και καθαρούς στόχους με υπέρβαση από τα ανθρώπινα, τα γήινα και τα προσωπικά αποδύθηκαν σε τιτάνιους αγώνες για τα ωραία τα μεγάλα και τ’ αληθινά και μεγαλούργησαν κι εκπλήρωσαν το θείο προ τη πίστη και ιερό για την πατρίδα χρέος. Γρηγορείτε λοιπόν Έλληνες. Γρηγορείτε, μην εφησυχάζετε, εστέ έτοιμοι γιατί οι αθάνατοι, Λεωνίδας, Παλαιολόγος, Παπαφλέσας, Δαβάκης και Αυξεντίου και οι τόσοι άλλοι αθάνατοι ήρωες μας, όταν αρχίσουμε τον ωραίο αγώνα μας, θάναι προστάρηδες, εις όπου γην ,Ελληνικήν και καταπατημένην , περιλούοντας μας με Θεία και Εθνικά νάματα αλτρουϊσμού, φιλοπατρίας και αυτοθυσίας και θα μας δείχνουν σταθερά κι επίμονα, τον στόχο και σκοπό μας, εκεί, εκεί στην Πόλη, την Σμύρνη, τον Πόντο και την Κερύνεια και σ’ όλες τις σκλαβωμένες πόλεις και χωριά μας, ναι, εκεί στους ιερούς ναούς μας υπό την γαλανόλευκον και τον δικέφαλον, ηγεσία, κλήρος και λαός άδοντες «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ» και «Σε γνωρίζω από την όψη» θ’ αναφωνήσουμε … Αθάνατοι!!! Ζήτω το Αθάνατον των Ελλήνων Γένος Ζήτω η Ελευθερία Ρωννύμενοι υπό Χριστού την Πίστη την Αγία
Οι τελευταίες στιγμές του Έλληνα Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνου ΙΑ, Δραγάση Παλαιολόγου…
Γράφει ο Γεράσιμος Γ. Γερολυμάτος
(ΑΠΕΛΛΗΣ)
Φέτος συμπληρώνονται 559 χρόνια, από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Το γεγονός ήταν τεράστιας σημασίας στην εποχή του. Ο απόηχος του, ακόμη και σήμερα, δεν έχει κοπάσει. Οι συνέπειες του ήταν τεράστιες για την ιστορική εξέλιξη των πραγμάτων στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή. Για το Έθνος μας, ακόμη περισσότερο, σήμανε την κατάλυση της πολιτικής μας ανεξαρτησίας, αφού η Κωνσταντινούπολη, ήταν η χιλιόχρονη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας μας.
Φανταστείτε, λοιπόν, κάποιον, να πετάει μια μεγάλη πέτρα στα νερά μιας μικρής λίμνης. Οι κυμματισμοί των ομόκεντρων κύκλων, απλώνονται ολόγυρα και φτάνουν μέχρι τις όχθες. Όσο πιο κοντά στο σημείο της ρίψης, είναι ο κυμματισμός, τόσο πιο ισχυρός είναι. Όσο πιο μακρυά, τόσο πιο ανεπαίσθητος. Αυτή η εικόνα μας είναι χρήσιμη, αν στον ορισμό του γεγονότος, της ρίψης δηλαδή της πέτρας (ενέργεια-αιτία) και των κυμματισμών (αποτέλεσμα), αντικαταστήσουμε τους κατά αναλογία παρανομαστές, με τις έννοιες των διαστάσεων, του χώρου και του χρόνου. Έτσι, μπορούμε να αποκτήσουμε μια πολύ καλή
αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο, ένα ιστορικό γεγονός, προϊόντος του χρόνου εξελίσσει τις συνέπειες του στο χώρο. Και το ίδιο συμβαίνει με το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο γεγονός, πράξη, ενέργεια ακόμη και λόγο.
αναπαράσταση του τρόπου με τον οποίο, ένα ιστορικό γεγονός, προϊόντος του χρόνου εξελίσσει τις συνέπειες του στο χώρο. Και το ίδιο συμβαίνει με το κάθε τι, μικρό ή μεγάλο γεγονός, πράξη, ενέργεια ακόμη και λόγο.
Όμως, η άλωση της Πόλης σήκωσε κύμματα! Και τα κύμματα αυτά, αν και πιο μικρά τώρα, πιο αδύναμα, συνεχίζουν ωστόσο να μεταφέρουν την ιστορική μνήμη. Ακόμη εξελίσσονται, καθώς φτάνουν στις «όχθες» μας. Έχω όμως την αίσθηση, ότι δεν θα προλάβουν να ηρεμήσουν. Ένα άλλο «χέρι», ίσως είναι έτοιμο να ρίξει πάλι μια πέτρα στη λίμνη. Αυτήν τη φορά, ίσως από άλλη πλευρά.
Ωστόσο, δεν είχα σκοπό να γράψω ένα συμβατικό ιστορικό άρθρο για την Άλωση. Ζωγράφος είμαι, όχι ιστορικός. Για το λόγο αυτό, θα επιχειρήσω να φωτίσω το πρόσωπο του τελευταίου μαρτυρικού αυτοκράτορα, σα να πρόκειται για ένα πορτρέτο της τραγικότητας. Διότι, το όνομα που έρχεται δεύτερο στο νου, μετά από την Αγία Σοφία, μιλώντας για την Άλωση, είναι το όνομα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Όλοι μιλούν για την Πόλη και τον αυτοκράτορα, δεν ξέρω όμως κάποιον που να εστίασε ποτέ στον άνθρωπο. Έτσι, δεν με ενδιαφέρουν τώρα η Πόλη, και οι συμπλεκόμενοι στρατιώτες. Αυτά τα αφήνω, όπως στο έργο μου, σε δεύτερο επίπεδο. Τώρα με ενδιαφέρει μόνο εκείνος. Όπως τον φαντάστηκα και τον ζωγράφισα. Μόνος, λαβωμένος, ηθικά αήττητος. Λίγο πριν περάσει στην αιωνιότητα της δόξας και της τιμής. Ένας Μάρτυρας του Έθνους.
Θα ήθελα να δούμε για λίγο τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, σαν έναν απλό άνθρωπο. Έναν από εμάς. Κάποιον, που το πικρό πεπρωμένο του, ήθελε να είναι εκείνος, ο τελευταίος Βασιλέας μιας χιλιόχρονης αυτοκρατορίας. Πίσω από τους τίτλους και τα αξιώματα. Πίσω από τους θρύλους και τις παραδόσεις. Πίσω από την ασπίδα και την περικεφαλαία του. Είναι ο άνθρωπος και η ψυχή του. Για αυτά θα σας μιλήσω.
‘Εγινε Δεσπότης του Μυστρά, απελευθέρωσε τον Μωριά και ανέβηκε στον θρόνο μόνο για 4 χρόνια, τα τελευταία. Αποδείχθηκε ο πιο κατάλληλος, για όσα είχε ανάγκη η αυτοκρατορία εκείνες τις στιγμές, και ήταν ο πιο άξιος από τους αδελφούς του. Ήταν 49 χρόνων, όταν έπεσε ηρωϊκά μαχόμενος μπροστά στα τείχη της πόλης. Ήταν ακόμη εκείνος, που σαν αμνός, έπρεπε να πληρώσει με το αίμα του, όλες τις αμαρτίες της αυτοκρατορίας και της μακραίωνης παρακμής της, για την οποία ο ίδιος ήταν ανεύθυνος. Φαντάζεστε την πίκρα του, όταν έβλεπε ότι αυτή η βραδυφλεγής βόμβα αιώνων, ήταν έτοιμη πια να σκάσει στα χέρια του; Το βάρος που έπεφτε πάνω στους ώμους του, να υπερασπίσει την αβοήθητη Πόλη και ό,τι είχε απομείνει, από την πάλαι ποτέ κραταιά και λαμπρή αυτοκρατορία; Και από που να ζητήσει βοήθεια;
Μπορείτε να φανταστείτε τη λύπη του, να είναι αναγκασμένος να τριγυρνάει στη Δύση ταπεινωμένος; Να φιλάει τις κατουρημένες ποδιές, να υπόσχεται Ένωση που δεν πίστευε, για να εξασφαλίσει τη βοήθεια που θα έσωζε την Βασιλεύουσα του. Ένα ένδοξο απομεινάρι, που η πριγκιπική του μοίρα του κληρονόμησε, ως ένα πολύτιμο μαργαριτάρι. Και αυτό το ερείπιο που παρέλαβε, το αγάπησε. Έτσι όπως ήταν. Για αυτό που υπήρξε. Διότι γνώριζε την απόλυτη αξία που είχε η Πόλη για το Έθνος του, και πως ήταν το διαμάντι στο στέμα του. Και την αγάπησε τόσο, που έδωσε και τη ζωή του για αυτήν.
Φαντάζεστε τη μοναξιά του; Ήταν Βασιλέας αυτός και απόλυτος μονάρχης. Έπαιρνε μόνος τις αποφάσεις, που καθόριζαν το μέλλον εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και της Κωνσταντινούπολης. Δεν ήταν Δημοκρατία, ώστε να ψάχνει έπειτα συνενόχους για την καταστροφή. Η ευθύνη ήταν όλη δική του. Και η ευθύνη αυτή, σημαίνει απέραντη μοναξιά και ας είχε εκατό συμβούλους. Και την ανέλαβε.
Φαντάζεστε την θλίψη του, καθώς έβλεπε να καταρρέουν γύρω του τα πάντα; Όλος ο κόσμος του! Όσα γνώριζε, όσα είχε ζήσει και όσα του είχαν διηγηθεί οι παλαιότεροι. Τόσο καιρό πολιορκία, να τριγυρνάει στα συμβούλια και στις επάλξεις, να βλέπει το λαό του ταλαιπωρημένο στους δρόμους και στις πλατείες, πεινασμένο, πληγωμένο, εξουθενωμένο από τις ανάγκες και τις κακουχίες της πολιορκίας. Όλα αυτά τα έβλεπε. Μάτωνε η ψυχή του. Όλοι αυτόν κοίταζαν. Από αυτόν περίμεναν τη λύση στη δυστυχία τους. Όμως, δεν άφησε τα συναισθήματα να αδυνατίσουν τη θέληση του. Και αυτό, θα πρέπει επίσης να το εκτιμήσουμε στην σκιαγραφία που κάνουμε, φωτίζοντας τον χαρακτήρα του ανθρώπου, Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Τη δύναμη του χαρακτήρα του, δηλαδή, και την ακλόνητη αποφασιστικότητα και σταθερότητα που έδειξε. Στοιχεία, στην φθορά των οποίων, αποσκοπούσε και ήλπιζε μάταια ο εχθρός.
Κουρασμένος και ο ίδιος από τις αλλεπάλληλες επιθέσεις. Αδυνατισμένος και άγρυπνος, με μαύρους κύκλους γύρω από τα μάτια. Που χρόνος να κοιμηθεί; Ο φολιδωτός θώρακας, έχει γίνει πια ένα με το δέρμα του. Η ένταση είναι καθημερινή και ασταμάτητη. Οι πυρκαγιές και η επιδιόρθωση των τειχών, απαιτούν συνεχή εποπτεία. Οι επάλξεις και οι υπερασπιστές έχουν ανάγκη από την ηθική τόνωση που δίνει εκεί η βασιλική παρουσία. Ο Κωνσταντίνος, είναι πολεμιστής και το σπαθί του κόβει. Βασίζεται στον εαυτό του και έχει την βεβαιότητα, πως και οι σύντροφοι του είναι αποφασισμένοι. Δεν ήταν από εκείνους, που κάθονται στην ασφάλεια και από μακριά δίνουν εντολές σε ανθρώπους αποκτηνωμένους και φοβισμένους, όπως ο Μωάμεθ! Ο Κωνσταντίνος έχει μόνο συντρόφους, όπως ο Ιουστινιάνι, ο Φραντζής κα, που θα έδιναν την ζωή τους για αυτόν. Όπως και την έδωσαν πολλοί.
Τον φαντάζεστε να κλαίει σιωπηλά; Βαθιά μεσάνυχτα, στην ησυχία του δώματος, μόνος απέναντι στον Πλάστη Του. Προσευχόμενος για την σωτηρία της Πόλης του, από τα δόντια των αλλόδοξων βαρβάρων της στέπας. Ή μήπως, μια τέτοια λεπτομέρεια, δεν ταιριάζει στη δυναμική εικόνα του ήρωα; Σας φαίνεται δύσκολο, να αφήσετε τη στερεότυπη εικόνα της εξιδανίκευσης, που περιβάλλει πάντα ένα ένδοξο ιστορικό πρόσωπο, και που το μεταμορφώνει σε μια ψυχρή ανέκφραστη οντότητα, υπερανθρώπου φύσεως; Ναι, μπορεί και να έκλαψε, λοιπόν! Αλλά αυτό τον έκανε δυνατό και όχι αδύναμο. Τον έκανε απλά ανθρώπινο. Τακτοποίησε τις «εκκρεμότητες» του με τον Θεό. Ήταν έτοιμος, πλέον, να αντιμετωπίσει το πεπρωμένο του!
Τι λέτε; Σαν άνθρωπος, δεν θα σκέφτηκε, έστω και για μια μόνο στιγμή τη συνθηκολόγηση και τη σωτηρία, πριν απωθήσει με αποστροφή τη σκέψη αυτή; Γνωρίζετε, κάποιον, που να αγαπά τον θάνατο περισσότερο από την ζωή; Που, αν μπορούσε να αποφύγει τον χάροντα, δεν θα το έκανε; Σίγουρα, θα το σκέφτηκε! Είναι ανθρώπινο. Αρκεί που κοίταζε ψηλά από τα τείχη τα πολυάριθμα στίφη των Οθωμανών, που έμοιαζαν να είναι ατέλειωτοι, όσοι και αν σκοτώνονταν. Οι δικοί του λιγόστευαν. ήταν περίπου 7-8.000. Εμείς δεν τα γνωρίζουμε αυτά στα χρόνια μας, έτσι είμαστε εύκολοι στις κρίσεις και στα λόγια μας.
Δεν ξέρουμε πως είναι, να τρέμουν τα γόνατα από το φόβο του θανάτου, να χτυπάνε τα σωθικά από την ένταση και την αδρεναλίνη. Να φεύγουν κεφάλια, γύρω σου, πόδια, χέρια, να ανοίγουν κοιλιές. Μεταλλικοί ήχοι σπαθιών και κρότοι κανονιών και τηλεβόλων. Και πάνω από όλα, αυτές οι μυριόστομες εφιαλτικές κραυγές, σε όλες τις γλώσσες, τα ουρλιαχτά του πόνου ή της παράνοιας του φόβου, που μεταβάλλεται σε απεγνωσμένη ηχητική επιθετικότητα. Να ξέρεις, ότι είναι πολύ πιθανόν να μην επιζήσεις. Ακόμη χειρότερα, να προβλέπεις, πως σίγουρα θα σκοτωθείς. Εδώ σε θέλω κάβουρα! Πολλών τα πόδια τρέμουν, άλλοι τα κάνουν πάνω τους, κάποιοι άλλοι δεν καταλαβαίνουν τίποτα, μερικοί το ευχαριστιούνται κιόλας.
Στο κάτω-κάτω, τόσες προτάσεις του είχε κάνει ο Μωάμεθ, θα μπορούσε να δεχθεί να παραδώσει την Πόλη, να εξευτελιστεί με ατιμωτικούς όρους, αλλά να διασώσει μια ευνουχισμένη βασιλεία και τη ζωή τη δική του και του λαού. Ποιος άλλος θα μπορούσε να τον κατηγορήσει, αν το έκανε, εκτός από τη συνείδηση του; Κανένας! Ήδη, πολλοί αξιωματούχοι του είχαν αποδεχθεί ανεπίσημα αυτή την άποψη. Άλλοι του είχαν προτείνει να τον φυγαδεύσουν από την Πόλη, ώστε να συνεχίσει τον αγώνα, συγκεντρώνοντας δυνάμεις (1) . Δεν το δέχθηκε. Απάντησε οριστικά όχι!
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ’ ἐμὸν ἐστίν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν»
Νέες αρετές της προσωπικότητας του, αναδεικνύονται τώρα. Αξιοπρέπεια, φιλότιμο, ανδροπρέπεια, αντίληψη της ιστορικότητας των στιγμών. Αυτό και μόνο, καθιστά τον θάνατο του συνειδητή θυσία, όπως ακριβώς του Λεωνίδα και του Παπαφλέσσα. Αυτοί οι τρεις, ως παραδείγματα θυσίας, συνδέονται, και όχι τυχαία, αντιπροσωπεύουν τις τρεις εποχές του Έθνους μας. Την αρχαία, τη μεσαιωνική και τη νεώτερη.
Είναι, όμως και ευγενής στον χαρακτήρα, φιλόφρων και ταπεινόφρων. Άξιος να αγαπηθεί. Ο Φραντζής, που ήταν αυτόπτης μάρτυρας, μας πληροφορεί στο Χρονικό του για την Άλωση, ότι ο Κωνσταντίνος την τελευταία νύχτα συγκέντρωσε τους εξαντλημένους υπερασπιστές για να τους απευθύνει τον τελευταίο λόγο (2). Γράφει πως τους είπε, μεταξύ άλλων:
«Δεν έχω καιρό να πω περισσότερα· μοναχά το ταπεινωμένο σκήπτρο μου το αναθέτω στα χέρια σας, για να το διαφυλάξετε με προθυμία. Σας παρακαλώ ακόμα, και ζητώ την αγάπη σας, να είστε πειθαρχικοί στους στρατηγούς σας, τους δημάρχους και τους εκατόνταρχους, ο καθένας κατά την τάξη του, τη θέση του και την υπηρεσία του. Να ξέρετε τούτο: αν από μέσα από την καρδιά σας φυλάξετε τις εντολές μου, ελπίζω στο Θεό ότι θα λυτρωθούμε από την παρούσα δίκαιη απειλή του. Δεύτερον, σας περιμένει στον ουρανό το αδαμάντινο στεφάνι, και η μνήμη σας θα είναι αιώνια και άξια στον κόσμο».
Με αυτά τελείωσε τη δημηγορία του, ευχαριστώντας με δάκρυα και στεναγμούς το Θεό. Τους είπε τέλος: «Λοιπόν, αδερφοί και συμμαχητές, να είσαστε έτοιμοι το πρωί. Με τη χάρη και την αρετή που μας δώρισε ο Θεός και με τη βοήθεια της Αγίας Τριάδος, στην οποία αναθέτουμε “την πάσαν ελπίδα μας”. Θα κάνουμε τον εχθρό να φύγει κακήν κακώς και ντροπιασμένος από εδώ».
Ο,τι και αν εννοούσε ο Κωνσταντίνος, μιλώντας για την «δίκαια απειλή Του», το πιο πιθανό είναι, ότι πέρα από τις γενικότητες, αναφερόταν στην λανθασμένη προσπάθεια που κατέβαλε για την Ένωση των Εκκλησιών και την υποταγή στον Πάπα, κάνοντας μάλιστα το γνωστό «συλλείτουργο» του Δεκεμβρίου του 1452. Είναι αξιοσημείωτο, πως από τότε, ο ναός της Αγίας του Θεού Σοφίας, είχε μείνει αλειτούργητος, σα μαγαρισμένος, μέχρι τη νύχτα που αναφέρθηκε πιο πάνω, στις 28 Μαϊου του 1453! Επί 6 ολόκληρους μήνες, η Αγία Τράπεζα έμεινε χωρίς την αναίμακτη Θυσία, και κανένα πόδι πιστού δεν πέρασε το κατώφλι της! Αυτό είναι τεράστιας σημασίας γεγονός, για τα δεδομένα της Αυτοκρατορίας. Δυστυχώς, όμως, παραβλέπεται ως λεπτομέρεια, επειδή αγγίζει τα όρια του μεταφυσικού. Και όμως, οι ιστορικοί των γεγονότων, αυτόπτες οι ίδιοι, όπως ο Κριτόβουλος (από την πλευρά των Οθωμανών), έχουν καταγράψει με ακρίβεια και αντικειμενικότητα τις διάφορες αρνητικές «θεοσημείες», που λάμβαναν χώρα στην Πόλη, λίγες ημέρες πριν από την Άλωση (3). Ο Θεός είχε εγκαταλείψει πλέον την Πόλη, αλλά πρώτα τον είχαν εγκαταλείψει οι ίδιοι οι άνθρωποι.
Και συνεχίζει ὁ φραντζῆς:
«Μὲ δάκρυα στὰ μάτια ὅλοι ἀπαντοῦν: «ἀποθάνωμεν ὑπὲρ τῆς Χριστοῦ πίστεως καὶ τῆς πατρίδος ἡμῶν». Καὶ ὁ Βασιλέας ἀκούγοντάς τους, μὴν συγκρατώντας οὔτε αὐτὸς πιὰ τὰ δάκρυά του, τοὺς εὐχαριστεῖ. Καὶ οἱ δυστυχεῖς Ρωμαῖοι, ἀκούοντες τὸν Βασιλέα, «καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν»· καὶ ἀγκαλιάζονταν δακρυσμένοι, συγχωροῦντες ὁ ἕνας τὸν ἄλλον.
Ὁ Βασιλέας, ἀκολουθούμενος ἀπὸ ἄλλους πολλοὺς ἐπῆγε στὴν Ἅγια-Σοφιὰ καὶ μετέλαβε τὰ ἄχραντα μυστήρια.
Καὶ μετὰ επέρασε ἀπὸ τὰ Ἀνάκτορα, γιὰ νὰ ἀποχαιρετίσει φίλους καὶ συγγενεῖς· «ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τὶς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰ καὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκπέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι»
«Καὶ ἀναβὰς ἐφ᾿ ἵππου ἐξήλθομεν τῶν ἀνακτόρων περιερχόμενοι τὰ τείχη [...]»
Αλλάζουμε, λοιπόν, τώρα και εμείς το σκηνικό και ερχόμαστε στα τείχη. Ο Κωνσταντίνος με τον Φραντζή περιήρθαν τα τείχη και τα οχυρώματα, όπου λαϊκοί, γυναίκες και μοναχοί, βοηθούσαν στα γεμίσματα και στην πρόχειρη επιδιόρθωση των πεσμένων τειχών, στη μεταφορά λίθων και χώματος και στα πρόχειρα νοσοκομεία, όπου περιθάλπτωνταν οι εκατοντάδες πληγωμένοι. Ο Κωνσταντίνος εμψύχωνε τους πάντες με το ηθικό του μεγαλείο. Στο τέλος, όταν αποχωρίστηκαν εκείνη τη νύχτα της 28ης προς 29η Μαϊου, ήταν η τελευταία φορά που ο Φραντζής έβλεπε τον Κωνσταντίνο. Λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να ξεκουραστούν, ξεκίνησε ξαφνικά η πρώτη μεγάλη επίθεση των Οθωμανών ατάκτων. Νωρίς τα χαράματα, νύχτα ακόμη. Ξύπνησε η κόλαση από τις χιλιάδες κραυγές τους. Πύρινες βολίδες φωτιάς διέσχισαν τον ορίζοντα και φώτισαν τον νυχτερινό ουρανό πάνω από την πόλη, προκαλώντας πυρκαγιές, καίγοντας ανθρώπους.
Ο Κωνσταντίνος, έτρεξε στο σημείο που είχε επιλέξει να υπερασπιστεί ο ίδιος, λόγω της αδύνατης θέσης του. Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού, που απέναντι της είχε στήσει το τσαντήρι του ο Μωάμεθ. Πέταξε από πάνω του το μανδύα με τα αυτοκρατορικά διάσημα, που εμπόδιζε τις κινήσεις του και έμεινε μόνο με την πανοπλία του. Ίσος με τους άλλους. Κράτησε μόνο τα αυτοκρατορικά ερυθρά πέδιλα, με τους χρυσοκεντημένους Δικέφαλους Αετούς. Τράβηξε το ξίφος από την θήκη του και περιστοιχιζόμενος από την επίλεκτη φρουρά του, ανέβηκε στις επάλξεις. Για περισσότερες από δύο ώρες κράτησε η επίθεση των ατάκτων, που στο τέλος υποχώρησαν με μεγάλες απώλειες. Το ηθικό ήταν υψηλό, όμως η κούραση μεγάλη.
Λίγο πριν τα χαράματα επιτέθηκε το δεύτερο κύμα, αυτή τη φορά από τον τακτικό στρατό μαζί με ατάκτους. Σφαγή, τρόμος και πανικός! Σαν κύματα σπάζουν πάνω στα τείχη και συντρίβονται. Ο Κωνσταντίνος και οι περί αυτού, έρχονται σε άμεση επαφή με όσους Οθωμανούς καταφέρνουν να αναρριχηθούν στα τείχη. Τους ρίχνουν από τις σκάλες και τους πετσοκόβουν με τα σπαθιά. Δύο-τρεις φορές κινδύνεψε η ζωή του. Χιλιάδες βέλη και βόλια διασταυρώνονται στον αέρα. Αλλίμονο σε όποιον βρεθεί στην πορεία τους. Έπειτα από το γλυκοχάραμα, το δεύτερο κύμα αποσυρόταν νικημένο και με τεράστιες ζημιές. Οι υπερασπιστές ήταν νικητές, αλλά αυτή η νίκη μεταφραζόταν σε πολύτιμες απώλειες και σε διαρκή κάματο. Οι Οθωμανοί ήταν ξεκούραστοι. Έτσι, μετά από την ανατολή του ηλίου, ξεκίνησε η τρίτη και τελευταία γενική επίθεση, με τα σώματα των δεκάδων χιλιάδων επίλεκτων Γενιτσάρων.
Τώρα, ο Κωνσταντίνος, μπροστά από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, έχει μεταμορφωθεί σε έναν άγγελο του θανάτου, για όσους εχθρούς τυχαίνουν μπροστά του. Ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε βαριά και εγκατέλειψε τη θέση του. Η πίεση είναι τώρα μεγαλύτερη. Οι εχθροί αμέτρητοι και ξεκούραστοι, μεθυσμένοι από τις υποσχέσεις για δώρα, εκ μέρους του Μωάμεθ. Σκοτώνει ασταμάτητα. Καθώς το αίμα πιτσιλάει πάνω του, με την έντονη μυρωδιά του σιδήρου στα ρουθούνια, παραμορφώνει την όψη του, τα γένια του, στη μορφή ματωμένου θηρίου. Ποτάμι ρέει το αίμα από τις επάλξεις. Υπερχειλίζει. Αγώνας άνισος, ανέλπιδος. Τα πλοία με την υποσχεμένη βοήθεια των Ευρωπαίων, δεν ήρθαν ποτέ (4). Οι σύντροφοι του γύρω, πέφτουν ένας-ένας. Η αντίσταση αραιώνει, τα ανοίγματα δευρύνονται, οι γραμμές σπάζουν. Κοιτάζει τριγύρω, ότι έχει μείνει μόνος, με ελάχιστους. Γνωρίζει πλέον, τι μέλλει γενέσθαι. Η τραγικότητα των στιγμών, τον μεταβάλλει σε μάρτυρα της ανθρώπινης φύσης. Έχει κτυπηθεί και ο ίδιος, οι δυνάμεις του πλέον τον εγκαταλείπουν. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει το φρικτό, αλλά ένδοξο τέλος, του ηττημένου από υπέρτερο εχθρό, βασιλέα. Σαν τον Λεωνίδα.
Λένε πως φώναξε, μένοντας ως το τέλος αξιοπρεπής και για να μη γίνει, είτε αυτόχειρας, είτε ως αιχμάλωτος, ο εμπαιγμός του βαρβάρου:
«Δεν υπάρχει ένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;»
Όμως, δεν υπάρχει κανείς! Οι ήχοι των σπαθιών σιώπησαν εκεί κοντά του. Όλα τέλειωσαν πια. Ο Κωνσταντίνος, αιμορραγώντας και με σπασμένο σπαθί, έχει γονατίσει, πλέον, δίπλα στα κουφάρια των σκοτωμένων Οθωμανών. Κάποιοι Γενίτσαροι τον βλέπουν μόνο, σαν γονατισμένο και πληγωμένο λέοντα και τον πλησιάζουν, με θράσος συνάμα και φόβο. Ευτυχώς, δεν αναγνωρίζουν ποιος είναι, μοιάζει με όλους τους άλλους. Έτσι, πέφτουν πάνω του σαν κοπάδι από ύαινες και τον αποτελειώνουν…
Τι να σκεφτόταν, τις τελευταίες εκείνες στιγμές; Ίσως όλη η ζωή του, να περνούσε με εικόνες, μπροστά από τα μάτια του. Ιδιαίτερα οι ευτυχισμένες και ανέμελες στιγμές. Μνήμες, που όπως λένε, βλέπουν αστραπιαία με την φαντασία τους, όσοι είναι πια κοντά στον θάνατο. Ίσως να θυμήθηκε τη στέψη του στον Μυστρά ή τον γάμο του, το 1428, στό κάστρο του Χλεμουτσίου της Γλαρέντζας, με την Θεοδώρα, κόρη του Φράγκου ηγεμόνα Τόκκο, που αληθινά την είχε αγαπήσει. Δυστυχώς, η άτυχη κοπέλα πέθανε ένα χρόνο μετά στό Σανταμέρι Αχαΐας. Τό 1441, μετά από επιμονή άλλων, και αφού είχε ξεπεράσει την απώλεια της Θεοδώρας, ξαναπαντρεύτηκε τήν Αικατερίνη, κόρη του Λατίνου άρχοντα της Λέσβου Γατελούζου. Αλλά κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας, από τούς Τούρκους, του Παλαιοκάστρου της Λήμνου, η Ιταλίδα πριγκίπισσα, η οποία κυοφορούσε τό παιδί του, πέθανε σύμφωνα μέ τόν Schlumberger από τόν τρόμο της. Ατυχος, λοιπόν, ο Κωνσταντίνος, σέ όλες τίς φάσεις της ζωής του.
Η μέρα έλαμπε και ήταν ειρωνικά όμορφη. Μια λεπτομέρεια ασήμαντη τράβηξε την προσοχή του. Είναι εκπληκτικό, τι μπορεί να παρατηρήσει ένας άνθρωπος, τέτοιες στιγμές. Ένα μικρό αγριολούλουδο, είχε φυτρώσει ανάμεσα στις πέτρες του τείχους, στο σημείο που βρισκόταν εκείνος. Τόσοι και τόσοι, είχαν σκοτωθεί τριγύρω του. Εκείνο, όμως, παρέμενε όμορφο μέσα στη ανθρώπινη φρίκη και ανέπαφο με το όμορφο γαλάζιο χρώμα του, να κάνει αντίθεση στις αμέτρητες κόκκινες στάλες του αίματος. Θυμήθηκε, τότε, πως είναι άνοιξη. Χαμογέλασε, καθώς το αίμα έτρεχε από το στόμα του…
Ύψωσε τα μάτια του προς τον ουρανό. Δεν ανήκε πια στη γη και στη ματαιότητα της. Του φάνηκε, μέσα στην παραίσθηση του μυαλού του, πως άκουσε να δονούν καμπάνες μελωδικές και φτερά αγγέλων να χτυπούν τον αέρα. Είδε μπροστά του να λάμπει ένα Φως και σκιές φωτεινές, να τον πλησιάζουν οι πρόγονοι. Σηκώθηκε να τις συναντήσει. Δυνατός, καθαρός, φωτεινός, με αστραφτερή πανοπλία. Κοίταξε πίσω του. Είδε το βασανισμένο κορμί του, ματωμένο, πεσμένο ανάσκελα ανάμεσα στα χαλάσματα και στα κουφάρια.
Χαμογέλασε, καθώς μια φωνή υπερκόσμια ακούστηκε να λέει:
«Πάλι με χρόνια, με καιρούς…»
ΕΙΚΟΝΑ: Γεράσιμος Γερολυμάτος: «Ο θάνατος του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», λάδια σε καμβά, 125Χ100,2011.
Σημειώσεις-παραπομπές:
1. Ο ανώνυμος συγραφέας του Ρωσσικού Χρονικού μας περιγράφει πως οι σύμβουλοι του Κωνσταντίνου τόν ικέτευαν νά δραπετεύσει από τήν Πόλη καί νά συναντήσει ή τόν Καστριώτη ο οποίος πολεμούσε στά βουνά της Ιλλυρίας, ή τά αδέλφια του Δημήτριο καί Θωμά στόν Μοριά καί μέ ενισχύσεις νά αναγκάσει τόν σουλτάνο νά λύσει τήν πολιορκία. Σύμφωνα μέ τό Ρώσσο χρονογράφο, οποίος πιθανώς νά ήταν καί αυτόπτης μάρτυρας η απάντηση του Αυτοκράτορα είχε ως εξής:
“Η συμβουλή υμών είναι εξαίρετος. Ευχαριστώ υμάς επ’αυτή, αλλά ουδέποτε θαποφασίσω νά εγκαταλείψω εν τοιαύτη συμφορά τόν κλήρο μου καί τάς αγίας εκκλησίας καί τήν πρωτεύουσαν, τόν θρόνον καί τόν λαό μου. Τί θά έλεγε περί εμού η οικουμένη; Σας ικετεύω απ’εναντίας, όπως ζητήσετε παρ’εμού νά μή σας εγκαταλίπω. Ναί, επιθυμώ ναποθάνω εδώ μεθ’υμών.
2. «Χρονικό» του Γεωργίου Σφραντζή, Ελληνα αξιωματούχου που έζησε σαν αυτόπτης μάρτυρας δίπλα στον Κωνσταντίνο όλη την ιστορία της Αλωσης.
3. Τό βράδυ της 26ης Μαΐου, μέσα στό σκοτάδι, εμφανίστηκε ένα παράξενο φώς πάνω στόν τρούλλο της Αγίας Σοφίας. Γιά τό φώς αυτό έγραψαν καί οι ιστορικοί πού βρέθηκαν τότε εντός των τειχών καί ο Κριτόβουλος, ο οποίος τό παρατήρησε καί ο οποίος βρισκόταν έξω από τά τείχη. Τό φαινόμενο αυτό τάραξε ακόμα περισσότερο τούς πολιορκουμένους καί τό θεώρησαν δυσμένεια του Θεού εναντίον τους.
4. Sir Edwin Pears “η τύφλωση των ηγεμόνων της Εσπερίας έφθανε μέχρι τήν παραφροσύνη. Αυτοί καί οι λαοί τους έμελλε νά τιμωρηθούν σκληρά γιά τήν αισχρή εγκατάλειψη της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα καί του λαού της.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (κατ’ επιλογήν) 1. Τάσος Αθ. Γριτσόπουλος, «Σχεδιάσματα», Αθήνα 1963, σελ. 175 κ. εξ. 2. Ι. Παπαδοπούλου «Η περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως Ιστορία» Λεονάρδου του Χίου, εν ΕΕΒΣ, ΙΕ΄ (1939), σ. 85 κ. εξ. 3. Ν.Β.Τωμαδάκης «Περί αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως (1453) «Συναγωγή κειμένων». Αθήναι 1953 (Δούκας Σφραντζής, Κριτόβουλος, Χαλκοκονδύλης). 4. G. Schlumberger: «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, η πολιορκία και άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως υπό των Τούρκων το 1453». Μετάφραση Σπ.Π.Λάμπρου, Αθήναι 1914. 5. Ξ.Α.Σιδερίδου, «Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, θάνατος, τάφος, σπάθη». Εν Μελέτη, 1908, σελ. 65 κ. εξ., 129 κ. εξ. πηγή