ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ
athensvoice.grhttp://www.athensvoice.gr/article/city-news-voices/πολιτικη/συριζα-συνδυασμός-χειριστοκρατίας
ΣΥΡΙΖΑ, συνδυασμός χειριστοκρατίας
Παρατηρώντας την αφίσα-«κάλεσμα» της επίσκεψης του πρέσβη της Βενεζουέλας στην Καβάλα -που προκαλεί, νομίζω, κλαυσίγελο- έχω την πολύ δυσάρεστη εντύπωση της καθήλωσης στη δεκαετία του 1970: τιμημένο ΚΚΕ, επιστροφή στις ρίζες, έξω οι βάσεις του θανάτου, Αμερικάνοι φονιάδες των λαών, πάγωσε η τσιμινιέρα. Η φολκλορική-ουτοπική αισθητική εκείνης της εποχής αντανακλούσε την πολιτική και ιστορική συνείδηση που βρισκόταν σε πρωτόγονο στάδιο. Εξαιτίας της επίμονης και πολυετούς πλύσης εγκεφάλου εκ μέρους του ΚΚΕ από τη μία πλευρά και των εθνικιστών από την άλλη, εκείνη την εποχή οι άνθρωποι στην Ελλάδα σκέφτονταν, όχι μόνον με εμφυλιοπολεμικούς όρους, αλλά με οθωμανικούς.
Πέρασαν σαράντα χρόνια. Η επιφανειακότητα και το εφήμερο του εξευρωπαϊσμού μας αποκαλύφθηκε με την οικονομική κρίση και επιστρέψαμε, με εθνική υπερηφάνεια, στις οθωμανικές μας καταβολές και στην κομμουνιστικο-λαϊκιστική δεκαετία του 1970. Τότε, η σχέση με το κράτος, η αντίληψη για την ιστορία και τις διεθνείς σχέσεις, οι λαϊκές προσδοκίες αντιστοιχούσαν σε μια χώρα απομονωμένη, επαρχιακή και, εν πολλοίς, σκοταδιστική. Και μολονότι, το 1974 άρχισε να αναδύεται μια φιλευρωπαϊκή δεξιά, η εξέλιξη δεν οδήγησε σε ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο: έτσι, μοιάζουμε για μια φορά ακόμα ακινητοποιημένοι, χωρίς «προοδευτικά» κόμματα, χωρίς πολιτική αξιοπρέπεια, διπλωματία, διάθεση μεταρρύθμισης και συνεργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ που κραδαίνει σήμερα λάβαρα αριστεροσύνης δεν έχει προοδευτικό περιεχόμενο, είναι κόμμα οπισθοδρόμησης και, δυνάμει, διαφθοράς.
Η δεξιά μετά το 1974 κατέλαβε σιγά-σιγά τον χώρο του Κέντρου ωθώντας προς τα αριστερά το παλιό Κέντρο: εμφανίστηκε το ΠΑΣΟΚ, ένα προσωποπαγές κόμμα τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, ενώ το ΚΚΕ, εκδιώκοντας τα λιγοστά εναπομείναντα «ανανεωτικά στοιχεία», τους «αντεπαναστάτες», τους «ρεφορμιστές», παρέμεινε το γνωστό διατηρημένο πτώμα. Πλην όμως, με ευρεία λαϊκή βάση εφόσον είχε πείσει «τις μάζες» για το όραμά του, για τη θυματοποίησή του και για το βάρος της ιστορικότητάς του.
Μολονότι έχουν περάσει αυτά τα σαράντα χρόνια από το 1974, ο ΣΥΡΙΖΑ συνδυάζει τα χειρότερα πολιτικά γνωρίσματα από την εν λόγω περίοδο. Η ιδεολογία, η αισθητική, το ηθικό ποιόν του προέρχονται τόσο από το ΚΚΕ, όσο και από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, με τη σειρά του, είχε προκύψει, μεταξύ άλλων, από δυνάμεις και λείψανα του παλιού ΚΚΕ. Ποια είναι αυτά τα γνωρίσματα: λαϊκός πατριωτισμός, αντιευρωπαϊσμός/αντιδυτισμός, δημαγωγία, μανιχαϊσμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν κρίνουμε από τη δημόσια εικόνα των στελεχών του, τις δηλώσεις τους, την πολιτεία τους γενικά, δεν έχει προβεί σε καμιά ρήξη με το ΚΚΕ: η μοναδική διαφορά που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μια πιο «μόρτικη» στάση, δήθεν πιο νεανική, δήθεν πιο κοντά στον αναρχισμό -τον οποίον το ΚΚΕ θεωρεί «προβοκάτσια»- και, φυσικά, πιο κοντά στο παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ των φαντασμαγορικών συνθημάτων και χειρονομιών. Ακόμα κι αυτές οι ανεπαίσθητες διαφορές καταργούνται από τις εξαιρέσεις: το ΚΚΕ έχει στελέχη με «μόρτικο» προφίλ, ενώ στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ρεύματα που ταυτίζονται πλήρως με το ΚΚΕ, το θαυμάζουν και επιζητούν τη συγκατάθεσή του σε ό,τι κάνουν. Το ΚΚΕ εμπνέει σεβασμό παρότι ευθύνεται για εγκλήματα και εξτρεμιστική πολιτική: διασώζεται, στα μάτια μερικών, από τη φυσική καλοσύνη ορισμένων οπαδών του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιπαθής διότι στερείται κοινωνικής αγωγής και διότι μεταφράζει σε επαναστατικότητα την αγραμματοσύνη και τη περιφρόνηση της γνώσης, της ψυχραιμίας, της σοφίας, της συμπεριφοράς του δημοκρατικού πολίτη. Κολακεύει τα πιο αντιδραστικά, μικροαστικά και κομφορμιστικά στρώματα και, ως σοσιαλφασίζον κόμμα, τρέφεται από την αληθινή ή και τεχνητή επιδείνωση της εξαθλίωσης. Όπως το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα αθλιοκάπηλων.
Παραλλήλως, παίζει ανέντιμο παιχνίδι με την Ευρώπη, χωρίς καμιά διπλωματική αρετή ή δεξιότητα, μοιράζοντας υποσχέσεις για εκτεταμένες σοσιαλιστικές αλλαγές, όπως υποτίθεται ότι συνέβη στη Βενεζουέλα επί Ούγκο Τσάβες και στη Βολιβία του Έβο Mοράλες. Η προτεινόμενη διαδικασία είναι, ωστόσο, αντιφατική, καθώς προσπαθεί να συνενώσει την παραδοσιακή γιορτή της λαϊκής σοφίας (εξ ού και το τουρκοειδές λεξιλόγιο του κ. Τσίπρα: νταούλια, ζουρνάδες, μεϊντάνια) και τη δήθεν χαρισματική ηγεσία με τον δογματικό σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, οι «σοσιαλιστικές» αλλαγές στη Βενεζουέλα, που φαίνεται ότι αποτελεί το πρότυπο για τον ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζονται στη διοχέτευση των εσόδων από το πετρέλαιο προς τα φτωχά στρώματα σαν μια μορφή κοινωνικής πρόνοιας. Δηλαδή πρόκειται για μια πολιτική που απαντάται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα με πιο οργανωμένο τρόπο.
Η ιδεολογία και το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο παραδοσιακός, λαϊκιστικός εθνικισμός με παράλληλο «redistributivism», ανακατανομή των εισοδημάτων τα οποία θεωρεί δεδομένα (χωρίς να είναι). Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έπραττε στο παρελθόν το ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζει την υπεροχή του «λαού» ως πολιτικό υποκείμενο -το οποίο περιλαμβάνει συνδικαλιστές αμφιβόλου ακεραιότητας, μπαχαλάκηδες, επαγγελματίες καταληψίες, αιώνιους σπουδαστές, όλους τους μετανάστες αδιακρίτως- και το αντιπαραθέτει στα ξένα και εγχώρια «επιχειρηματικά συμφέροντα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ της Καβάλας κάλεσε λοιπόν στην πόλη -στο «στέκι»- τον πρεσβευτή της Βενεζουέλας κ. Φαρίντ Φερναντέζ, για να μιλήσει περί της εξόρυξης πετρελαίου. Προφανώς, η Βενεζουέλα προβάλλει καλύτερο παράδειγμα από εκείνο της Νορβηγίας. Όπως έχω ξαναγράψει, και δεν είμαι η μόνη φυσικά, τα πρότυπα του ΣΥΡΙΖΑ παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη φύση του. Αν το ΚΚΕ έχει ως πρότυπο τη Βόρεια Κορέα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την Κούβα και τη Βενεζουέλα: δύο αποτυχημένα κράτη, όπου, αντίθετα από όσα προπαγανδίζει, όχι μόνον απουσιάζει η πολιτική δημοκρατία, αλλά επικρατεί μαζική φτώχεια, διαφθορά και καθυστέρηση. Πάντοτε θα υπάρχουν δικαιολογίες: για όλα τα δεινά ευθύνεται ο ιμπεριαλισμός, οι εξωτερικές καπιταλιστικές πιέσεις και τα τοιαύτα.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ, που προκύπτει από την άγνοια και την παιδαριώδη ψυχοσύνθεση των ηγετών του είναι η επιπολαιότητα, το ότι θεωρεί όλα τα προβλήματα επιλύσιμα μέσω της ταξικής ανάλυσης και των σοσιαλιστικών επιλογών: σχετικά με το πετρέλαιο, για παράδειγμα, αρκεί να μάθουμε πώς το διαχειρίστηκε ο Τσάβες ώστε να το εξαγάγουμε και στη συνέχεια να το μοιράσουμε στον λαό. Έλλειψη σοβαρότητας, χωριάτικο πείσμα, έξαλλη αυτοπεποίθηση («όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω»), ταξικό μίσος το οποίο εκφράζεται με απόρριψη του κοινωνικού διαλόγου, με λασπολογία εναντίον των εχθρών του, με προπαγανδιστικό σφυροκόπημα υπέρ κοινωνικών μοντέλων που δεν μπορούν να συγκριθούν με τα ευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα φτύνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε, ό,τι έχει κερδηθεί, ό,τι μας έχει χαριστεί. Και η ελαφρότητα, η περιέργεια, το πνεύμα αντιλογίας μάς φέρνει κοντά στις χείριστες ηγεσίες, τις θεαματικά άφρονες.
Πέρασαν σαράντα χρόνια. Η επιφανειακότητα και το εφήμερο του εξευρωπαϊσμού μας αποκαλύφθηκε με την οικονομική κρίση και επιστρέψαμε, με εθνική υπερηφάνεια, στις οθωμανικές μας καταβολές και στην κομμουνιστικο-λαϊκιστική δεκαετία του 1970. Τότε, η σχέση με το κράτος, η αντίληψη για την ιστορία και τις διεθνείς σχέσεις, οι λαϊκές προσδοκίες αντιστοιχούσαν σε μια χώρα απομονωμένη, επαρχιακή και, εν πολλοίς, σκοταδιστική. Και μολονότι, το 1974 άρχισε να αναδύεται μια φιλευρωπαϊκή δεξιά, η εξέλιξη δεν οδήγησε σε ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο: έτσι, μοιάζουμε για μια φορά ακόμα ακινητοποιημένοι, χωρίς «προοδευτικά» κόμματα, χωρίς πολιτική αξιοπρέπεια, διπλωματία, διάθεση μεταρρύθμισης και συνεργασίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ που κραδαίνει σήμερα λάβαρα αριστεροσύνης δεν έχει προοδευτικό περιεχόμενο, είναι κόμμα οπισθοδρόμησης και, δυνάμει, διαφθοράς.
Η δεξιά μετά το 1974 κατέλαβε σιγά-σιγά τον χώρο του Κέντρου ωθώντας προς τα αριστερά το παλιό Κέντρο: εμφανίστηκε το ΠΑΣΟΚ, ένα προσωποπαγές κόμμα τριτοκοσμικού σοσιαλισμού, ενώ το ΚΚΕ, εκδιώκοντας τα λιγοστά εναπομείναντα «ανανεωτικά στοιχεία», τους «αντεπαναστάτες», τους «ρεφορμιστές», παρέμεινε το γνωστό διατηρημένο πτώμα. Πλην όμως, με ευρεία λαϊκή βάση εφόσον είχε πείσει «τις μάζες» για το όραμά του, για τη θυματοποίησή του και για το βάρος της ιστορικότητάς του.
Μολονότι έχουν περάσει αυτά τα σαράντα χρόνια από το 1974, ο ΣΥΡΙΖΑ συνδυάζει τα χειρότερα πολιτικά γνωρίσματα από την εν λόγω περίοδο. Η ιδεολογία, η αισθητική, το ηθικό ποιόν του προέρχονται τόσο από το ΚΚΕ, όσο και από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο, με τη σειρά του, είχε προκύψει, μεταξύ άλλων, από δυνάμεις και λείψανα του παλιού ΚΚΕ. Ποια είναι αυτά τα γνωρίσματα: λαϊκός πατριωτισμός, αντιευρωπαϊσμός/αντιδυτισμός, δημαγωγία, μανιχαϊσμός. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν κρίνουμε από τη δημόσια εικόνα των στελεχών του, τις δηλώσεις τους, την πολιτεία τους γενικά, δεν έχει προβεί σε καμιά ρήξη με το ΚΚΕ: η μοναδική διαφορά που μπορούμε να διακρίνουμε είναι μια πιο «μόρτικη» στάση, δήθεν πιο νεανική, δήθεν πιο κοντά στον αναρχισμό -τον οποίον το ΚΚΕ θεωρεί «προβοκάτσια»- και, φυσικά, πιο κοντά στο παραδοσιακό ΠΑΣΟΚ των φαντασμαγορικών συνθημάτων και χειρονομιών. Ακόμα κι αυτές οι ανεπαίσθητες διαφορές καταργούνται από τις εξαιρέσεις: το ΚΚΕ έχει στελέχη με «μόρτικο» προφίλ, ενώ στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν ρεύματα που ταυτίζονται πλήρως με το ΚΚΕ, το θαυμάζουν και επιζητούν τη συγκατάθεσή του σε ό,τι κάνουν. Το ΚΚΕ εμπνέει σεβασμό παρότι ευθύνεται για εγκλήματα και εξτρεμιστική πολιτική: διασώζεται, στα μάτια μερικών, από τη φυσική καλοσύνη ορισμένων οπαδών του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αντιπαθής διότι στερείται κοινωνικής αγωγής και διότι μεταφράζει σε επαναστατικότητα την αγραμματοσύνη και τη περιφρόνηση της γνώσης, της ψυχραιμίας, της σοφίας, της συμπεριφοράς του δημοκρατικού πολίτη. Κολακεύει τα πιο αντιδραστικά, μικροαστικά και κομφορμιστικά στρώματα και, ως σοσιαλφασίζον κόμμα, τρέφεται από την αληθινή ή και τεχνητή επιδείνωση της εξαθλίωσης. Όπως το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κόμμα αθλιοκάπηλων.
Παραλλήλως, παίζει ανέντιμο παιχνίδι με την Ευρώπη, χωρίς καμιά διπλωματική αρετή ή δεξιότητα, μοιράζοντας υποσχέσεις για εκτεταμένες σοσιαλιστικές αλλαγές, όπως υποτίθεται ότι συνέβη στη Βενεζουέλα επί Ούγκο Τσάβες και στη Βολιβία του Έβο Mοράλες. Η προτεινόμενη διαδικασία είναι, ωστόσο, αντιφατική, καθώς προσπαθεί να συνενώσει την παραδοσιακή γιορτή της λαϊκής σοφίας (εξ ού και το τουρκοειδές λεξιλόγιο του κ. Τσίπρα: νταούλια, ζουρνάδες, μεϊντάνια) και τη δήθεν χαρισματική ηγεσία με τον δογματικό σοσιαλισμό. Στην πραγματικότητα, οι «σοσιαλιστικές» αλλαγές στη Βενεζουέλα, που φαίνεται ότι αποτελεί το πρότυπο για τον ΣΥΡΙΖΑ, περιορίζονται στη διοχέτευση των εσόδων από το πετρέλαιο προς τα φτωχά στρώματα σαν μια μορφή κοινωνικής πρόνοιας. Δηλαδή πρόκειται για μια πολιτική που απαντάται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και μάλιστα με πιο οργανωμένο τρόπο.
Η ιδεολογία και το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο παραδοσιακός, λαϊκιστικός εθνικισμός με παράλληλο «redistributivism», ανακατανομή των εισοδημάτων τα οποία θεωρεί δεδομένα (χωρίς να είναι). Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έπραττε στο παρελθόν το ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζει την υπεροχή του «λαού» ως πολιτικό υποκείμενο -το οποίο περιλαμβάνει συνδικαλιστές αμφιβόλου ακεραιότητας, μπαχαλάκηδες, επαγγελματίες καταληψίες, αιώνιους σπουδαστές, όλους τους μετανάστες αδιακρίτως- και το αντιπαραθέτει στα ξένα και εγχώρια «επιχειρηματικά συμφέροντα».
Ο ΣΥΡΙΖΑ της Καβάλας κάλεσε λοιπόν στην πόλη -στο «στέκι»- τον πρεσβευτή της Βενεζουέλας κ. Φαρίντ Φερναντέζ, για να μιλήσει περί της εξόρυξης πετρελαίου. Προφανώς, η Βενεζουέλα προβάλλει καλύτερο παράδειγμα από εκείνο της Νορβηγίας. Όπως έχω ξαναγράψει, και δεν είμαι η μόνη φυσικά, τα πρότυπα του ΣΥΡΙΖΑ παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τη φύση του. Αν το ΚΚΕ έχει ως πρότυπο τη Βόρεια Κορέα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει την Κούβα και τη Βενεζουέλα: δύο αποτυχημένα κράτη, όπου, αντίθετα από όσα προπαγανδίζει, όχι μόνον απουσιάζει η πολιτική δημοκρατία, αλλά επικρατεί μαζική φτώχεια, διαφθορά και καθυστέρηση. Πάντοτε θα υπάρχουν δικαιολογίες: για όλα τα δεινά ευθύνεται ο ιμπεριαλισμός, οι εξωτερικές καπιταλιστικές πιέσεις και τα τοιαύτα.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό του ΣΥΡΙΖΑ, που προκύπτει από την άγνοια και την παιδαριώδη ψυχοσύνθεση των ηγετών του είναι η επιπολαιότητα, το ότι θεωρεί όλα τα προβλήματα επιλύσιμα μέσω της ταξικής ανάλυσης και των σοσιαλιστικών επιλογών: σχετικά με το πετρέλαιο, για παράδειγμα, αρκεί να μάθουμε πώς το διαχειρίστηκε ο Τσάβες ώστε να το εξαγάγουμε και στη συνέχεια να το μοιράσουμε στον λαό. Έλλειψη σοβαρότητας, χωριάτικο πείσμα, έξαλλη αυτοπεποίθηση («όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω»), ταξικό μίσος το οποίο εκφράζεται με απόρριψη του κοινωνικού διαλόγου, με λασπολογία εναντίον των εχθρών του, με προπαγανδιστικό σφυροκόπημα υπέρ κοινωνικών μοντέλων που δεν μπορούν να συγκριθούν με τα ευρωπαϊκά. Στην Ελλάδα φτύνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε, ό,τι έχει κερδηθεί, ό,τι μας έχει χαριστεί. Και η ελαφρότητα, η περιέργεια, το πνεύμα αντιλογίας μάς φέρνει κοντά στις χείριστες ηγεσίες, τις θεαματικά άφρονες.