«Σεις δε σκιαί των γνησίων Ελλήνων και του Ιερού Λόχου, όσοι προδοθέντες επέσατε θύματα δια την ευδαιμονίαν της Πατρίδος, δεχτήτε δι’ εμού τας ευχαριστήσεις των ομογενών σας! Ολίγος καιρός και στήλη θα αναγερθή να διαιωνίση τα ονόματα σας. Με χαρακτήρες φλογερούς είνε εγκεχαραγμένα εις τα φίλτρα της καρδίας μου, τα ονόματα εκείνων όσοι μέχρι τέλους μ’ έδειξαν πίστιν και ειλικρίνειαν. Η ενθύμησις των θα είναι πάντοτε το μόνον δροσιστικόν της ψυχής μου»…
Οι παραπάνω γραμμές είναι από την τελευταία διαταγή που συνέταξε στο Ρίμνικο ο Πρίγκιπας Αλέξανδρος Υψηλάντης, Αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, με καταγωγή από τα Ύψηλα της Τραπεζούντας, προς τους επιζώντες αγωνιστές, που έσωσε με την γενναία παρέμβαση του ο Γεωργάκης Ολύμπιος κατά την μάχη στο Δραγατσάνι.
Τον στρατολόγησε στον Αγώνα ο Εμμανουήλ Ξάνθος, που περιγράφει λέξη προς λέξη την συγκινητική στιγμή. Αφού ο Πρίγκιπας ρώτησε και άκουσε τα δεινά των συμπατριωτών του, έθεσε τον εαυτό του στην διάθεση της κοινής υπόθεσης, καταλήγοντας «…και τον εαυτόν θα εθυσίαζον υπέρ αυτών». Ο Ξάνθος σηκώθηκε λέγοντας του «Δος μοι Πρίγκιψ την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε». Την επομένη τον μύησε στην Εταιρεία και αυτός ο Πόντιος αληθινός αριστοκράτης ανέλαβε Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Κράτησε τον λόγο του. Συγκρότησε το πρώτο τακτικό στρατιωτικό σώμα της Νεότερης Ελλάδας, έδωσε το έναυσμα της Επανάστασης και θυσίασε τον εαυτό του. Στις 22 Φεβρουαρίου 1821 πέρασε τον Προύθο ποταμό και δυο μέρες μετά έβγαλε την πρώτη προκήρυξη. Ο τίτλος της ήταν «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Δεν του είχαν πει περί «ταξικού αγώνα», βλέπετε. Ξεκίνησε την οργάνωση του στρατιωτικού σώματος του, οργανώνοντας 500 Έλληνες φοιτητές στον Ιερό Λόχο. Ηττημένος, αλλά έχοντας δώσει το πρώτο πυρ μιας τελικά νικηφόρας επανάστασης, υποχώρησε στην Αυστρία, όπου φυλακίστηκε ως το 1827. Πέθανε πάμπτωχος στις 31 Ιανουαρίου 1828 στην Βιέννη μόλις δυο μήνες μετά την απελευθέρωση του.
Στον αγώνα αυτό, που ήταν εθνικός, διαταξικός και θρησκευτικός, Ορθόδοξοι σκλάβοι πολέμησαν τους σουνίτες δυνάστες τους, συναγωνίστηκαν κλεφταρματολοί, αριστοκράτες της διασποράς, βοσκοί, προεστοί, παπάδες, ναυτικοί, γεωργοί, έμποροι, σπουδαστές. Παρά την αρχική στάση του Πατριαρχείου, που αφόρισε τον Υψηλάντη υπό τις απειλές των Τούρκων για μαζικές σφαγές, ο απλός κλήρος και πλήθος ιεραρχών συμμετείχαν στον αγώνα κι ο ίδιος ο Πατριάρχης έγινε εθνομάρτυρας στα χέρια των μουσουλμάνων δημίων του, όπως κι ο Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός στην Λευκωσία, αφού κι η Κύπρος έδωσε το μερτικό της σε αίμα.
195 χρόνια μετά, οι εθελοντές γενίτσαροι της αποδόμησης κι αναθεώρησης της Ιστορίας, δεκαετίες τώρα, αγωνίζονται να στήσουν όσο πιο ψηλά μπορούν το ξόανο του ψευτοπροοδευτικού μισελληνισμού τους, ντυμένο με τα ράκη μια δήθεν επιστημοσύνης. Ένα μαρξιστικό και δουλόφρων σκουπιδαριό, αρχοντοχωριάτες της Εσπερίας, που παριστάνουν τους νεωτερικούς, με την ανοχή της Δεξιάς και κυρίως επί σημιτικού ΠΑΣΟΚ, επέδραμαν σαν πανούκλα στην Παιδεία και σε κάθε τομέα διαμόρφωσης δημόσιου λόγου. Στην πραγματικότητα ανήκουν απλώς στα παλαιά είδη του ρουφιάνου, του ανόητου ή του πεμπτοφαλαγγίτη. Γιατί είναι, εκούσια ή ακούσια, όργανα ξένων σωβινισμών ή ανόητοι που πελεκούν τα ίδια τους τα πόδια, διότι είναι «μόδα» οι ψευδοϊστορικές τερατολογίες. Σήμερα κυβερνούν, διότι ο λαός τρομαγμένος και θυμωμένος από την φτώχια, την φοροεπιδρομή και τις περικοπές δεν διάβασε τα όχι και τόσο «ψιλά γράμματα» των θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ και διαφόρων στελεχών του, που ως κυβερνώντες απολαμβάνουν να μας τρίβουν στα μούτρα τις ανιστόρητες ιδεοληψίες τους. Μαζί με τις μαγικές υποσχέσεις για την οικονομία, πήγαιναν πακέτο ο μισελληνικός αναθεωρητισμός που τώρα κοπρίζουν επίσημα χείλη στον δημόσιο βίο.
Είναι αξιοπερίεργο αλλά αληθές, πως από τους αρειμάνιους Μανιάτες, τους πάνκηδες – λόγω κόμμωσης – Αρβανίτες και τόσες ελληνικές ράτσες πατριωτών πολεμιστών, βγήκε αυτή η μεταλλαγμένη μειοψηφική φύτρα, που μισεί την γη που πατάει και τους ανθρώπους της, την Ιστορία της, τους Ήρωες και τα σύμβολα της.
Όταν τους διαβάσεις, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι πως έχουν θέσει εκ των προτέρων ως στόχο το συμπέρασμα τους, την ασυνέχεια του Έθνους. Κατόπιν προσπαθούν να εφεύρουν τα …επιχειρήματα.
Δια της μαρξίζουσας μαζικής κοινωνικής νόσου προσπαθούν να βρουν «στοιχεία» που θα αποδομήσουν αυτά που μισούν. Το Έθνος, την Ορθοδοξία, είτε δια της ευθείας προσβολής, είτε δια της λήθης ή της προβολής μοδέρνας μπουρδολογίας.
Πάντα θεωρούσα σπουδαία και τραγική μορφή τον Αλέξανδρο Υψηλάντη αλλά ο αγαπημένος μου είναι, όπως τον χαρακτηρίζει ο σπουδαίος Φωτιάδης, το κατεξοχήν τέκνο της Επανάστασης, ο Γιος της Καλογρηάς, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Το κλεφτόπουλο που κάποτε είχε ως περιορισμένο όραμα το αρματολίκι του Λιδωρικιού, εξελίχθηκε στον μεγάλο Στρατηγό που κράτησε αναμμένη την φλόγα του αγώνα στην Ρούμελη, αυτός που βαριά άρρωστος από την φθίση, εκστράτευε ακόμη και πάνω στο φορείο μέσα σε ένα μέτρο χιόνι για να τσακίσει τους Τουρκαλβανούς στην μάχη της Αράχωβας. Αυτός, ο αθυρόστομος, που περηφανευόταν κι αυτοσαρκαζόταν για το ότι ήταν μπάσταρδος: «Εμένα ρε η μάνα μου για να με κάνει έφαγε χίλιους». Αυτός, που πολεμούσε έφιππος και επιβράβευε τους καλύτερους στην μάχη επιτρέποντας τους ν’ ανεβούν στο βαρβάτο αραβικό άλογο του. Αυτός, που όταν ο Μαχμούτ πασάς του πρότεινε να προσκυνήσει και του υποσχόταν, μεταξύ άλλων, το αρματολίκι που ονειρευόταν κλεφτόπουλο, του απάντησε: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω. Κι εγώ πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Αν ζούσε σήμερα κι ο γραμματικός του του διάβαζε την ανακοίνωση του Φίλη για την Εθνεγερσία, θα διαπίστωνε, όπως κι εμείς, πως ο πούτζος του ήταν πιο αξιοπρεπής κι εθνωφελής…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου