Η πρόσφατη τάση υπέρ της ενοποίησης των χρηματιστηριακών αγορών αποτελεί ένα ζωντανό παράδειγμα των δεσμών μεταξύ εταιρειών και εθνών εν μέσω μιας ρευστής κατάστασης. Αγορές όπως το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) αποτελούν εθνικά σύμβολα του καπιταλισμού. Αλλά είναι επίσης δίκτυα υψηλών τεχνολογικών ικανοτήτων που συνδέουν τους παράγοντες της αγοράς και στοχεύουν στην επίτευξη μιας παγκόσμιας εμβέλειας, προκειμένου να μεγιστοποιήσουν τις οικονομίες κλίμακας. Οι εντάσεις μεταξύ των «συμβόλων» και των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων έχουν κάνει την εμφάνισή τους και στη διαμάχη για την απόκτηση του NYSE Euronext.
Ο γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Τσαρλς Σούμερ τόνισε ότι θα υποστηρίξει την πρόταση της γερμανικής Deutsche Boerse μόνο στην περίπτωση που τα αρχικά NYSE μπουν στην αρχή της νέας εταιρείας.
Οι συζητήσεις για θέματα εταιρικής εθνικότητας δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1967, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Μπολ, είχε προβλέψει ότι οι εταιρείες θα αποκτήσουν μια πιο διεθνή ταυτότητα.
H μεγάλη τάση παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του ’90 έως το 2007–08 έδωσε σάρκα και οστά στο όραμα του Μπολ. Η πλειοψηφία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών διατηρούν πλέον ένα μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους στη χώρα καταγωγή τους. Συμβολικά ορόσημα αυτής της τάσης ήταν η μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων προμηθειών της Wal-Mart το 2002 στην Κίνα, μία κίνηση που ακολούθησε η IBM το 2006, καθώς και οι μεταφορές των εδρών των διευθυνόντων συμβούλων των Halliburton και HSBC στο Ντουμπάι το 2007 και το Χονγκ Κονγκ το 2009, αντιστοίχως.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τα πράγματα έχουν αρχίσει και γίνονται πιο πολύπλοκα, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτος λόγος είναι η εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των μεγάλων εταιρειών στις αναδυόμενες οικονομίες, με το ποσοστό τους στις παγκόσμιες κατατάξεις να ενισχύεται μέσα σε μία πενταετία, από το 10% στο 25%. Ο αναλυτής της Euraria Group, Ιάν Μπρέμερ, προειδοποιεί ότι ο «εθνικός καπιταλισμός» των αναδυόμενων χωρών απειλεί τον πυρήνα του δυτικού επιχειρηματικού μοντέλου και προμηνύει «ένα τέλος της ελεύθερης αγοράς».
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η πρόσφατη οικονομική κρίση, καθώς και το άνευ προηγουμένου επίπεδο κρατικής παρέμβασης που προκάλεσε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, που επιβεβαίωσε τη ρήση ότι οι «διασυνοριακές τράπεζες είναι διεθνείς στη ζωή, αλλά εθνικές στον θάνατο».
Αυτές οι αντικρουόμενες τάσεις είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε διαφορετικά μέτρα. Στα χαρτιά, η πλειονότητα των δημόσιων μέτρων δεν κάνουν διακρίσεις ανάλογα με την εθνική ιθαγένεια, μια αρχή για την οποία το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα αυστηρό. Ωστόσο, η πρόσφατη απόπειρα του πακέτου τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ το 2009 να επιβάλει το «αγόρασε αμερικανικά», ή οι πρόσφατες συζητήσεις στην Ιταλία σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων εξαγορών, δείχνουν ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Εχει αρχίσει και γίνεται σταδιακά κοινώς αποδεκτό ότι η επόμενη δεκαετία θα χαρακτηριστεί από ασταθείς πολιτικές αλληλεξάρτησης και συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών περιφερειών και της παγκοσμιοποιημένης ελίτ. Θα ήταν αφελές για τις εταιρείες να νομίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από αυτές τις εντάσεις.
Καθημερινή
Tου Nicolas Veron Ερευνητής στο ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_economyagor_2_24/05/2011_443145
Ο γερουσιαστής της Νέας Υόρκης Τσαρλς Σούμερ τόνισε ότι θα υποστηρίξει την πρόταση της γερμανικής Deutsche Boerse μόνο στην περίπτωση που τα αρχικά NYSE μπουν στην αρχή της νέας εταιρείας.
Οι συζητήσεις για θέματα εταιρικής εθνικότητας δεν είναι κάτι καινούργιο. Το 1967, ο Αμερικανός διπλωμάτης Τζορτζ Μπολ, είχε προβλέψει ότι οι εταιρείες θα αποκτήσουν μια πιο διεθνή ταυτότητα.
H μεγάλη τάση παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του ’90 έως το 2007–08 έδωσε σάρκα και οστά στο όραμα του Μπολ. Η πλειοψηφία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών εταιρειών διατηρούν πλέον ένα μικρό μέρος των δραστηριοτήτων τους στη χώρα καταγωγή τους. Συμβολικά ορόσημα αυτής της τάσης ήταν η μετεγκατάσταση των δραστηριοτήτων προμηθειών της Wal-Mart το 2002 στην Κίνα, μία κίνηση που ακολούθησε η IBM το 2006, καθώς και οι μεταφορές των εδρών των διευθυνόντων συμβούλων των Halliburton και HSBC στο Ντουμπάι το 2007 και το Χονγκ Κονγκ το 2009, αντιστοίχως.
Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, τα πράγματα έχουν αρχίσει και γίνονται πιο πολύπλοκα, για δύο βασικούς λόγους. Πρώτος λόγος είναι η εντυπωσιακή αύξηση του αριθμού των μεγάλων εταιρειών στις αναδυόμενες οικονομίες, με το ποσοστό τους στις παγκόσμιες κατατάξεις να ενισχύεται μέσα σε μία πενταετία, από το 10% στο 25%. Ο αναλυτής της Euraria Group, Ιάν Μπρέμερ, προειδοποιεί ότι ο «εθνικός καπιταλισμός» των αναδυόμενων χωρών απειλεί τον πυρήνα του δυτικού επιχειρηματικού μοντέλου και προμηνύει «ένα τέλος της ελεύθερης αγοράς».
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η πρόσφατη οικονομική κρίση, καθώς και το άνευ προηγουμένου επίπεδο κρατικής παρέμβασης που προκάλεσε στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, που επιβεβαίωσε τη ρήση ότι οι «διασυνοριακές τράπεζες είναι διεθνείς στη ζωή, αλλά εθνικές στον θάνατο».
Αυτές οι αντικρουόμενες τάσεις είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν σε διαφορετικά μέτρα. Στα χαρτιά, η πλειονότητα των δημόσιων μέτρων δεν κάνουν διακρίσεις ανάλογα με την εθνική ιθαγένεια, μια αρχή για την οποία το νομικό πλαίσιο της Ε.Ε. είναι ιδιαίτερα αυστηρό. Ωστόσο, η πρόσφατη απόπειρα του πακέτου τόνωσης της οικονομίας των ΗΠΑ το 2009 να επιβάλει το «αγόρασε αμερικανικά», ή οι πρόσφατες συζητήσεις στην Ιταλία σχετικά με την αντιμετώπιση των ξένων εξαγορών, δείχνουν ότι η συγκεκριμένη αρχή δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη. Εχει αρχίσει και γίνεται σταδιακά κοινώς αποδεκτό ότι η επόμενη δεκαετία θα χαρακτηριστεί από ασταθείς πολιτικές αλληλεξάρτησης και συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών περιφερειών και της παγκοσμιοποιημένης ελίτ. Θα ήταν αφελές για τις εταιρείες να νομίζουν ότι μπορούν να ξεφύγουν εύκολα από αυτές τις εντάσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου