Στο πρώτο µισό του 7ου αιώνα π.Χ., οι Μεγαρείς έφτασαν ως τις ασιατικές ακτές του Βοσπόρου, απέναντι ακριβώς από το σηµείο που αργότερα κτίστηκε η πόλη Βυζάντιο, που έγινε γνωστή ανά τους αιώνες ως Κωνσταντινούπολη. Εκεί έκτισαν τη Χαλκηδόνα, µια σηµαντική αποικία, η οποία ωστόσο υπολειπόταν κατά πολύ σε σχέση µε την πόλη που θα χτιζόταν µερικά χρόνια αργότερα από µια άλλη οµάδα Μεγαρέων αποικιστών, αρχηγός της οποίας υπήρξε ο Βύζας. Περί το 658 π.Χ. οι Μεγαρείς υπό τον Βύζαντα έπλευσαν το Αιγαίο, έφτασαν στην Τροία, διέσχισαν τα Δαρδανέλια πλέοντας τη θάλασσα του Μαρµαρά και βγήκαν στον Εύξεινο Πόντο.
Λέγεται µάλιστα ότι ο Βύζας πριν ξεκινήσει, όπως συνηθιζόταν άλλωστε, ρώτησε το Μαντείο των Δελφών σχετικά µε τη θέση που έπρεπε να ιδρύσει την αποικία των Μεγαρέων. Το Μαντείο τότε απάντησε: «Απέναντι από την πόλη των τυφλών»! Τυφλοί θεωρηθήκαν, σύµφωνα µε την ιστορική παράδοση, οι άποικοι της Χαλκηδόνας που δεν είδαν τη µοναδική τοποθεσία των ευρωπαϊκών ακτών του Βοσπόρου και έκτισαν απέναντι την πόλη τους. Ο Βύζας λοιπόν έγινε ο ιδρυτής µιας πόλης, η οποία έµελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαµόρφωση της ιστορίας της ανθρωπότητας. Γίνεται εµφανές ότι η στρατηγική σηµασία της θέσης που κατείχε πλέον το Βυζάντιο είχε εκτιµηθεί ήδη από τους αρχαίους – πολύ πριν δηλαδή αποφασιστεί να γίνει έδρα της µεγάλης Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η σημασία του Βυζαντίου στον αρχαίο κόσμο
Ήδη για την αποικία αυτή έχουµε αναφορά από τον Ηρόδοτο, από τον ιστορικό και γεωγράφο Στράβωνα, από τον Ρωµαίο ιστορικό Τάκιτο και από τον Έλληνα ιστορικό του 2ου π.Χ. αιώνα Πολύβιο, ο οποίος ανέλυσε προσεκτικά την πολιτική και οικονοµική θέση του Βυζαντίου. Αναγνωρίζοντας τη σηµασία των εµπορικών σχέσεων της Ελλάδας µε τις πόλεις της Μαύρης Θάλασσας, έγραφε ότι δίχως την έγκριση των κατοίκων του Βυζαντίου ούτε ένα απλό εµπορικό πλοίο δεν µπορούσε να µπει στη Μαύρη Θάλασσα ή να βγει από αυτήν, κι ότι µε τον τρόπο αυτόν, οι κάτοικοι του Βυζαντίου είχαν κάτω από τον έλεγχό τους όλα τα προϊόντα του Πόντου (Polybius, Historia, IV, 38,44). Σύµφωνα µε τον σηµαντικό Ρωµαίο ιστορικό Σουητώνιο, όταν στη Ρωµαϊκή Αυτοκρατορία η δηµοκρατία άρχισε να αµφισβητείται, αρκετοί υπήρξαν εκείνοι οι αυτοκράτορες που σκέφτηκαν πως ίσως ήταν χρήσιµη για την αυτοκρατορία και για τη δική τους διακυβέρνηση µια µεταφορά της δηµοκρατικής πρωτεύουσας της Ρώµης σε µια πόλη της Ανατολής. Για παράδειγµα, ο Ιούλιος Καίσαρ ήθελε να µεταφέρει τη Ρώµη στην Αλεξάνδρεια ή το Ίλιον, δηλαδή στην αρχαία Τροία. Επίσης, λόγω των πολέµων που ήταν αναγκαίοι για τη διατήρηση των ρωµαϊκών κατακτήσεων, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι Ρωµαίοι αυτοκράτορες που αφήναν τη Ρώµη για πολύ µεγάλο χρονικό διάστηµα. Στο δεύτερο ήµισυ του 2ου µ.Χ. αιώνα, η πόλη του Βυζαντίου θα κινδυνέψει εξαιτίας µιας πολεµικής διαµάχης µεταξύ του Σεπτίµιου Σεβήρου και του εχθρού του, Πεσκέννιου Νίγηρα της Συρίας. Καθώς ο Νίγηρας είχε οχυρωθεί στο Βυζάντιο, ο Σεβήρος πολιόρκησε την πόλη και αφού την κυρίευσε, προέβη σε µια ευρείας και αναίτιας κλίµακας λεηλασία καταστρέφοντάς την ολοκληρωτικά, σφάζοντας σχεδόν όλους τους άνδρες της πόλεως και καταργώντας την ελευθερία και την αυτονοµία της. Εγκληµατική επίσης υπήρξε η πράξη του γκρεµίσµατος των τειχών του Βυζαντίου, που το κατέστησαν εύκολη βορά στις εισβολές των βαρβάρων που ήλθαν µερικά χρόνια αργότερα… Ωστόσο, η ιδέα να µεταφερθεί η πρωτεύουσα της Ρωµαϊκής Αυτοκρατορίας σε µια πόλη της Ανατολής γινόταν ολοένα και περισσότερο ελκυστική στους αυτοκράτορες . Ήδη έχουµε το παράδειγµα του Διοκλητιανού, που προτιµούσε να ζει στη Μ. Ασία, στη Νικοµήδεια, την οποία και κόσµησε µε πολλά νέα και ωραία κτίρια.
Από τον Βύζαντα στον Κωνσταντίνο
Ο Φλάβιος Βαλέριος Κωνσταντίνος έµεινε γνωστός στην ιστορία ως Μέγας για τρεις κοσµοϊστορικές αποφάσεις του: Η πρώτη σχετίζεται µε το διάταγµα των Μεδιολάνων το 313 µ.Χ., όπου για πρώτη φορά θεσπίζεται η ιδέα της ανεξιθρησκίας, πράγµα που σε εκείνη τη χρονική περίοδο, καλώς ή κακώς, εξυπηρετούσε αφάνταστα την επικράτηση και διάδοση της χριστιανικής θρησκείας. Η δεύτερη σχετίζεται µε την κοσµοϊστορική απόφαση της µεταφοράς της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας Ρώµης στην Κωνσταντινούπολη. Οι εργασίες για την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων, αρχίζει το 325 µ.Χ., για να ολοκληρωθεί πέντε χρόνια αργότερα, όταν το 330 εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη. Για τη διακόσμηση της νέας πρωτεύουσας χρησιμοποιήθηκαν μνημεία της Αθήνας, της Ρώμης, της Αλεξάνδρειας, της Εφέσου, της Αντιόχειας. Η ιστορία επαναλαμβάνεται με απελπιστική ακρίβεια. Η νέα πόλη θα έκλεβε από τη δόξα των προγενέστερων τη λαμπρότητά τους. Η βαρβαρότητα, όσο κι αν αυτό αποτελεί έναν απεχθή συμβιβασμό της ιστορίας, αναδεικνύεται σ’ έναν σημαντικό μοχλό της εξέλιξης.
Είναι αλήθεια ότι ο Κωνσταντίνος δεν είχε ως πρώτη του επιλογή το Βυζάντιο. Από το μυαλό του πέρασε η Ναϊσσός ή Νίσσα, γενέτειρα πόλη του αυτοκράτορα, η Σόφια, όπως και η Θεσσαλονίκη. Δυναμική υποψηφιότητα είχε και η Τροία, η οποία, εκτός των άλλων, διέθετε και το ατού ενός ισχυρού συμβολισμού, μιας και από κει έφτασε στη Ρώμη ο Αινείας, τον οποίο η παράδοση θέλει ως θεμελιωτή της ρωμαϊκής πολιτείας. Μάλιστα, κάποια στιγμή το ζήτημα θεωρήθηκε λήξαν, και στην Τροία άρχισαν να κατασκευάζονται οι πύλες της πόλης. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε κιόλας προσωπικά επιβλέψει τη χάραξη των ορίων της νέας πόλης. Οι Χριστιανοί, που πάντα είχαν κλίση στις θεϊκές παρεμβάσεις, βάζουν μάλιστα – σύμφωνα με έναν χριστιανό ιστορικό του 5ου μ.Χ. αιώνα – τον Θεό να παρουσιάζεται στον Κωνσταντίνο και να του υποδεικνύει το Βυζάντιο… Η τελική απόφαση του αυτοκράτορα να εγκαταστήσει τη νέα πρωτεύουσα τελικά και αμετάκλητα στο Βυζάντιο άφησε τα έργα της Τροίας μισοτελειωμένα. Οι συνέπειες της καταστροφής που είχε προκαλέσει ο Σεπτίμιος Σεβήρος ήταν ακόμα εμφανείς ως και την εποχή που το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να οικοδομήσει εκεί τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας.
Μια νέα πρωτεύουσα γεννιέται
Το Βυζάντιο ήταν την εποχή εκείνη ένα απλό χωριό. Το 324 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να κάνει μια νέα πρωτεύουσα και το 325 είχε αρχίσει η κατασκευή των βασικών κτιρίων. Η επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας είχε σαν αποτέλεσμα η θεμελίωση της νέας πρωτεύουσας να θρυληθεί αναλόγως. Έτσι οι θρύλοι αναφέρουν ότι καθώς ο αυτοκράτορας με ένα ακόντιο στο χέρι χάραζε τα σύνορα της πόλης, οι αυλικοί του, κάτω από τη δυνατή εντύπωση που τους προκαλούσε η έκταση της μελλοντικής πολιτείας, τον ρώτησαν:«Κύριέ μας, πόσο θα προχωρήσεις ακόμα;». Και εκείνος απάντησε: «Θα προχωρήσω μέχρις ότου σταματήσει αυτός που προχωρά μπροστά μου», πράγμα που σήμαινε ότι τον αυτοκράτορα οδηγούσε μια θεία δύναμη.
Για την κατασκευή των νέων λαμπρών κτισμάτων χρησιμοποιήθηκαν 40.000 Γότθοι στρατιώτες, οι λεγόμενοι«foederati». Στο πλαίσιο της προσπάθειας να προσελκυστούν εκεί νέοι κάτοικοι, δόθηκαν ισχυρά κίνητρα και ιδιαίτερες εμπορικές και οικονομικές ευκολίες. Οι εργασίες εξελίσσονταν μέσα σε φρενήρεις ρυθμούς και την άνοιξη του 330, και συγκεκριμένα στις 11 Μαΐου, ο Κωνσταντίνος ήταν σε θέση να εγκαινιάσει επίσημα τη νέα πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Την έκταση της πόλης των εγκαινίων δεν είμαστε σε θέση να την υπολογίσουμε. Σίγουρα η Κωνσταντινούπολη, όπως ονομάστηκε, ήταν μεγαλύτερη σε έκταση από αυτή που κατείχε το προγενέστερο Βυζάντιο. Ελάχιστες είναι και οι πληροφορίες που διαθέτουμε για τον πληθυσμό της νέας πρωτεύουσας. Σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς, ο πληθυσμός της πόλης ξεπερνούσε τους 200.000 ανθρώπους. Σχετικά με την άμυνα της πόλης, ο Κωνσταντίνος είχε κτίσει ένα τείχος που άρχιζε από τον Κεράτιο κόλπο και τελείωνε στην Προποντίδα. Η νέα πρωτεύουσα υιοθέτησε το σύστημα της Ρώμης και διαιρέθηκε σε 14 περιοχές, από τις οποίες οι δύο ήταν έξω από τα τείχη της πόλης. Από τα μνημεία της εποχής του Κωνσταντίνου σχεδόν κανένα δεν έχει σωθεί μέχρι σήμερα.
Ονομασίες της πόλης
Η πόλη από την ίδρυσή της το 658/7 π.Χ. έως και το 330 μ.Χ. ονομαζόταν Βυζάντιο. Το 196 μ.Χ., και για σύντομο χρονικό διάστημα, είχε την ονομασία Augusta Antonina από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, προς τιμήν τού γιου του Αντωνίου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α’, στα εγκαίνιά της το 330, τη μετονόμασεNova Roma , Νέα Ρώμη, όνομα όμως που, παρά τη νομική κατοχύρωσή του, δεν επικράτησε, καθώς η πόλη έγινε γρήγορα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη, η πόλη δηλαδή του Κωνσταντίνου. Στην πόλη αποδόθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και άλλες ονομασίες, όπως «Βασιλεύουσα», «Βασιλίς των πόλεων», «Μεγαλόπολις» και «Επτάλοφος», ενώ αναφορά γίνεται και στο όνομα «Ανθούσα» (Florentia).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου