Η Ήρα, η αιωνίως απατημένη σύζυγος του Δία, παραπονείτο συνεχώς για τις απιστίες και τα ψέματά του, επιχείρησε μάλιστα μαζί με τον Ποσειδώνα και την Αθηνά να τον περιορίσουν σε δεσμά. Ο Δίας το ανακάλυψε και εξοργισθείς την άρπαξε και την κρέμασε από τα χέρια, εις τας νεφέλας. Αλυσόδεσε μάλιστα και τα πόδια της με δύο μεγάλους άκμονες.
Έτσι η Ήρα παρέμεινε αρκετό καιρό αιωρούμενη να κατέρχεται τα νέφη, ώσπου την λυπήθηκε ο γιός της ο Ήφαιστος και προσπάθησε να την ελευθερώσει. Ο Δίας το κατάλαβε, τον άρπαξε από τα πόδια και τον πέταξε κάτω στη γη. Από τότε ο Ήφαιστος κατέστη χωλός, και του ορίστηκε από τους θεούς να ασχολείται με τις φωτιές, να λειώνει το σίδερο και να
Έτσι η Ήρα παρέμεινε αρκετό καιρό αιωρούμενη να κατέρχεται τα νέφη, ώσπου την λυπήθηκε ο γιός της ο Ήφαιστος και προσπάθησε να την ελευθερώσει. Ο Δίας το κατάλαβε, τον άρπαξε από τα πόδια και τον πέταξε κάτω στη γη. Από τότε ο Ήφαιστος κατέστη χωλός, και του ορίστηκε από τους θεούς να ασχολείται με τις φωτιές, να λειώνει το σίδερο και να
κατασκευάζει όπλα και εργαλεία, ασπίδες, μάσκες και στολές.
Με την Ήρα αυτή την στιγμή μοιάζει η αιωνίως απατημένη Ελλάδα, αλυσοδεμένη χέρια και πόδια, να πέφτει συνεχώς από τα σύννεφα, και να περιμένει κάποιο από τα παιδιά της, έστω και χωλό, να έρθει να την λυτρώσει.
Σίδερα και κάγκελα μας περιζώνουν από παντού και αλυσοδένουν την ψυχή μας. Πρώτα έβαλαν κάγκελα στο νου, μέσω της τηλοψίας, έπειτα βάλαμε εμείς κάγκελα στην καρδιά μας, και περιχαρακωθήκαμε στο επίχρυσο κλουβί μας.
Μετά αρχίσαμε να βάζουμε σίδερα και κάγκελα στις πόρτες, στα παράθυρα, στη βεράντα και στην αυλή μας. Ήρθε και η σειρά των μαγαζιών μας, να ζωστούν με αμπάρες και λουκέτα. Κι άρχισαν να ερημώνουν και να σκοτεινιάζουν οι άλλοτε πολύβουοι δρόμοι, των πόλεών μας.
Και μεις σαν καρδερίνες παραμένουμε έγκλειστοι μέσα στα κλουβιά μας, κι αρχίζουμε τα λυπητερά άσματά μας.
Αντίθετα κυκλοφορούν ελεύθερα και ανενόχλητα χρόνια ολόκληρα ο εσμός των πτωματοφάγων ορνέων, οι κίσσες οι κλέφτρες, οι καλιακούδες και τα κοράκια.
Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια ,
Τι προμηνάνε τα πράσινα, τι τα ροζ, τι τα σιέλ;
Ο μύθος λέει ότι τα κοράκια στην αρχή της δημιουργίας ήταν άσπρα. Κάποτε η θεά Αθηνά ευρισκόμενη στον Λυκαβηττό, ενώ κουβαλούσε στα χέρια της ένα βράχο, της έπεσε από μια κακιά είδηση που της μετέφερε ένα κοράκι. Η Αθηνά το καταράστηκε και από τότε όλα τα κοράκια έγιναν μαύρα, και είναι προάγγελοι κακών ειδήσεων.
Την τελευταία τριακονταπενταετία, τα κοράκια έγιναν πολύχρωμα και ταιριάζουν μια χαρά με τα παπαγαλάκια.
Τώρα όμως λόγω της δύσκολης κατάστασης, και μιας που θα ξεπουπουλιάσουν αγρίως εμάς τα σκλαβοπούλια, αναγκαστικώς θα πιάσουν από την μύτη-αν και κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάνει-, και μερικά εξυπνοπούλια, και ίσια στα κλουβιά θα τα στοιβάξουν.
Η αρχή έγινε πριν λίγο καιρό, όταν έπιασαν στην ξόβεργα τον ωραίο περήφανο ταώ, με την πλουμιστή και κροσσωτή –σαν φούντες κουρτινών-, ουρά του, μαζί με την μπεκατσίνα θυγατέρα και την πετροπέρδικα καμαρωτή, κυρά του.
Προψές τσακώσανε στο δόκανο και τον σμπώκο, ένα άσχημο μικρόσωμο πουλί –όπως λέει το όνομά του-, με ράμφος γαμψό και άγριο βλέμμα γύπα, παμφάγο και αρπακτικό, που ενδημεί στην πράσινη πανίδα.
Ελπίζουμε να μην ξεφύγει ο μπούφος, που τώρα παριστάνει την λόγια γλαύκα, εις τα ξένα. Αν και η παροιμία λέει: ’’Ότι κομίζονται και οι γλαύκες εις τας Αθήνας’’.
Λέτε τελικά όσοι έκαναν τόσα χρόνια το βαρύ πεπόνι, να πάνε από Πεπόνη;
Μόνο που πρέπει να πιάσουν και κανένα εκλεκτό φασιανό, μη τη βγάλουμε πάλι με τίποτε ξηραμένους φλώρους, σαν κάποια άλλη φορά, σε περασμένους χρόνους.
Κλουβιά και κάγκελα λοιπόν παντού. Μέχρι και την Δημοκρατία μας την έζωσαν με κάγκελο διπλό, και γύρω γύρω κλούβες ένα σωρό.
Και κει που κάποτε ο λαός χαρούμενος και αψέκαστος, χαιρετούσε τον κυρ-βουλευτή του, κι αυτός ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με ένα φιλικό κτύπημα στην πλάτη, χωρίς να δεχτεί ούτε ένα αυγό, τώρα τα σύρματα απομάκρυναν τον έναν από τον άλλον, κι έγινε το Νεοκλασικό, ένα περιχαρακωμένο κλουβί, κι αυτό. Που με την εμφάνισή του προκαλεί, στην πιο ψηλή του κορυφή, να΄ρθει να κράξει η λακέρυζα κορώνη.
Το κρώξιμό της κακός οιωνός, ότι ο θάνατος σιμώνει.
Μια παλιά διαφήμιση έλεγε: ‘’Κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο’’.
Στην εποχή μας το σλόγκαν έχει αλλάξει: ‘’Κάθε πόλη και στρατόπεδο, κάθε χωριό και κρατητήριο’’.
Σε κάθε πόλη στήνεται κι ένα στρατόπεδο για τους στρατευμένους αλλοεθνείς, ή στοιβάζονται στα ήδη υπάρχοντα εξ αρχής.
Έτσι τα στρατοπέδια μας, που άλλοτε βούιζαν από το σφριγηλό νεανικό μελίσσι, τώρα από σφίγγες αλλότριες θα κατοικηθούν, που έχουν στο μάτι και στο χέρι το κεντρί του φθόνου του δολερού.
Σε μας θα παραχωρήσουν οσονούπω τα στάδια, όπως έγινε στην Χιλή, και αλλαχού.
Τελικά μια και η εργασία είναι υπό διωγμό, λόγω Καγκελαρίας, μια επιχείρηση στην πατρίδα μας πια θα΄ νθεί, τα μαγαζιά που πωλούν είδη κιγκαλερίας!
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.
Με την Ήρα αυτή την στιγμή μοιάζει η αιωνίως απατημένη Ελλάδα, αλυσοδεμένη χέρια και πόδια, να πέφτει συνεχώς από τα σύννεφα, και να περιμένει κάποιο από τα παιδιά της, έστω και χωλό, να έρθει να την λυτρώσει.
Σίδερα και κάγκελα μας περιζώνουν από παντού και αλυσοδένουν την ψυχή μας. Πρώτα έβαλαν κάγκελα στο νου, μέσω της τηλοψίας, έπειτα βάλαμε εμείς κάγκελα στην καρδιά μας, και περιχαρακωθήκαμε στο επίχρυσο κλουβί μας.
Μετά αρχίσαμε να βάζουμε σίδερα και κάγκελα στις πόρτες, στα παράθυρα, στη βεράντα και στην αυλή μας. Ήρθε και η σειρά των μαγαζιών μας, να ζωστούν με αμπάρες και λουκέτα. Κι άρχισαν να ερημώνουν και να σκοτεινιάζουν οι άλλοτε πολύβουοι δρόμοι, των πόλεών μας.
Και μεις σαν καρδερίνες παραμένουμε έγκλειστοι μέσα στα κλουβιά μας, κι αρχίζουμε τα λυπητερά άσματά μας.
Αντίθετα κυκλοφορούν ελεύθερα και ανενόχλητα χρόνια ολόκληρα ο εσμός των πτωματοφάγων ορνέων, οι κίσσες οι κλέφτρες, οι καλιακούδες και τα κοράκια.
Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια ,
Τι προμηνάνε τα πράσινα, τι τα ροζ, τι τα σιέλ;
Ο μύθος λέει ότι τα κοράκια στην αρχή της δημιουργίας ήταν άσπρα. Κάποτε η θεά Αθηνά ευρισκόμενη στον Λυκαβηττό, ενώ κουβαλούσε στα χέρια της ένα βράχο, της έπεσε από μια κακιά είδηση που της μετέφερε ένα κοράκι. Η Αθηνά το καταράστηκε και από τότε όλα τα κοράκια έγιναν μαύρα, και είναι προάγγελοι κακών ειδήσεων.
Την τελευταία τριακονταπενταετία, τα κοράκια έγιναν πολύχρωμα και ταιριάζουν μια χαρά με τα παπαγαλάκια.
Τώρα όμως λόγω της δύσκολης κατάστασης, και μιας που θα ξεπουπουλιάσουν αγρίως εμάς τα σκλαβοπούλια, αναγκαστικώς θα πιάσουν από την μύτη-αν και κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάνει-, και μερικά εξυπνοπούλια, και ίσια στα κλουβιά θα τα στοιβάξουν.
Η αρχή έγινε πριν λίγο καιρό, όταν έπιασαν στην ξόβεργα τον ωραίο περήφανο ταώ, με την πλουμιστή και κροσσωτή –σαν φούντες κουρτινών-, ουρά του, μαζί με την μπεκατσίνα θυγατέρα και την πετροπέρδικα καμαρωτή, κυρά του.
Προψές τσακώσανε στο δόκανο και τον σμπώκο, ένα άσχημο μικρόσωμο πουλί –όπως λέει το όνομά του-, με ράμφος γαμψό και άγριο βλέμμα γύπα, παμφάγο και αρπακτικό, που ενδημεί στην πράσινη πανίδα.
Ελπίζουμε να μην ξεφύγει ο μπούφος, που τώρα παριστάνει την λόγια γλαύκα, εις τα ξένα. Αν και η παροιμία λέει: ’’Ότι κομίζονται και οι γλαύκες εις τας Αθήνας’’.
Λέτε τελικά όσοι έκαναν τόσα χρόνια το βαρύ πεπόνι, να πάνε από Πεπόνη;
Μόνο που πρέπει να πιάσουν και κανένα εκλεκτό φασιανό, μη τη βγάλουμε πάλι με τίποτε ξηραμένους φλώρους, σαν κάποια άλλη φορά, σε περασμένους χρόνους.
Κλουβιά και κάγκελα λοιπόν παντού. Μέχρι και την Δημοκρατία μας την έζωσαν με κάγκελο διπλό, και γύρω γύρω κλούβες ένα σωρό.
Και κει που κάποτε ο λαός χαρούμενος και αψέκαστος, χαιρετούσε τον κυρ-βουλευτή του, κι αυτός ανταπέδιδε τον χαιρετισμό με ένα φιλικό κτύπημα στην πλάτη, χωρίς να δεχτεί ούτε ένα αυγό, τώρα τα σύρματα απομάκρυναν τον έναν από τον άλλον, κι έγινε το Νεοκλασικό, ένα περιχαρακωμένο κλουβί, κι αυτό. Που με την εμφάνισή του προκαλεί, στην πιο ψηλή του κορυφή, να΄ρθει να κράξει η λακέρυζα κορώνη.
Το κρώξιμό της κακός οιωνός, ότι ο θάνατος σιμώνει.
Μια παλιά διαφήμιση έλεγε: ‘’Κάθε πόλη και στάδιο, κάθε χωριό και γυμναστήριο’’.
Στην εποχή μας το σλόγκαν έχει αλλάξει: ‘’Κάθε πόλη και στρατόπεδο, κάθε χωριό και κρατητήριο’’.
Σε κάθε πόλη στήνεται κι ένα στρατόπεδο για τους στρατευμένους αλλοεθνείς, ή στοιβάζονται στα ήδη υπάρχοντα εξ αρχής.
Έτσι τα στρατοπέδια μας, που άλλοτε βούιζαν από το σφριγηλό νεανικό μελίσσι, τώρα από σφίγγες αλλότριες θα κατοικηθούν, που έχουν στο μάτι και στο χέρι το κεντρί του φθόνου του δολερού.
Σε μας θα παραχωρήσουν οσονούπω τα στάδια, όπως έγινε στην Χιλή, και αλλαχού.
Τελικά μια και η εργασία είναι υπό διωγμό, λόγω Καγκελαρίας, μια επιχείρηση στην πατρίδα μας πια θα΄ νθεί, τα μαγαζιά που πωλούν είδη κιγκαλερίας!
Με εκτίμηση
Αγγελική Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου