Του Φαήλου Μ. Κρανιδιώτη
“Ρίκσα”, αν θυμάμαι καλά, το λένε οι Ινδοί. Είναι ένα είδος ανθρωποκίνητου ταξί. Κάθεσαι και ο οδηγός – υποζύγιο, συνήθως χλεμπονιάρης κα ξυπόλητος έχει ζευτεί το καρότσι και τρέχει να πάει τον πελάτη. Δεν είμαι ειδικός στα οικονομικά και πιθανώς οι σκέψεις μου να αγνοούν κάποιες πτυχές των σχετικών ζητημάτων. Κοινό νου όμως νομίζω πως έχω.
Μετά από δύο χρόνια περικοπών μισθών, συντάξεων κι επιδομάτων, γίνεται συζήτηση ότι πρέπει να κατεβεί κι άλλο ο κατώτατος μισθός στον ιδιωτικό τομέα. Είναι λέει έξωθεν απαίτηση.
Ήδη οι άνθρωποι που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα βρίσκονται στα όρια της εξαθλίωσης. Δουλεύουν, αν δουλεύουν, τρεις άνθρωποι σ’ ένα σπίτι και ζήτημα είναι να μαζεύουν όλοι μαζί δυο χιλιάρικα. Συνήθως ούτε αυτά. Τετράωρα, ελαστική εργασία, «απασχολήσιμοι» και πάει λέγοντας. Τώρα και με νέες μειώσεις, οδεύουμε ολοταχώς σε συνθήκες Ινδίας. Αυτό που μένει είναι αρχίσουμε να τραβάμε και καρότσι. Κι άντε ο άλλος να μένει στον Άνω Κορυδαλλό, για πήγαινε τον; Έχει κάτι γειτονιές, όπου αν αγοράσεις αυτοκίνητο, σου δίνουν και μια πέτρα να τη βάζεις μπροστά από τη ρόδα, γιατί λόγω ανωφέρειας δεν αρκεί το χειρόφρενο.
Υποτίθεται ότι η μείωση των μισθών μειώνει το κόστος παραγωγής και συνιστά ένα είδος εσωτερικής υποτίμησης, αν το λέω σωστά. Έτσι, λένε, θα γίνουμε πιο ανταγωνιστικοί.
Υπάρχει όμως μια «λεπτομέρεια». Η ανταγωνιστικότητα προϋποθέτει κάτι απλό: να έχεις παραγωγική βάση, να παράγεις κάτι.
Η Ινδία των ξυπόλητων κούληδων παράγει αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, τεθωρακισμένα και άλλα πολλά, έχει τσακάλια της πληροφορικής και σχετική βιομηχανά και φυσικά παίζει ρόλο το πάμφθηνο κόστος εργασίας. Και φυσικά εκατομμύρια εκεί ψωμολυσσάνε και κοιμούνται στα πεζοδρόμια με μοναδική περιουσία ένα χαρτόνι. Εκεί ζουν, ζευγαρώνουν, γεννάνε, πεθαίνουν. Στην άκρη του δρόμου.
Στη χώρα του εισαγόμενου φραπόγαλου πόσο πιο «ανταγωνιστικοί» θα γίνουμε αν οι άνθρωποι φτάσουν με τη μερική απασχόληση και την περαιτέρω μείωση μισθών να παίρνουν τετρακόσια ή πεντακόσια ευρώ το μήνα; Σε ποιον κλάδο; Στις υπηρεσίες και το εμπόριο, ίσως, θεωρητικά, με εργαζόμενους που θα έχει μαυρίσει το μάτι τους από την ανέχεια και θα γυαλίζει αλλά σε ποια «παραγωγή»; Ποιος γενναίος θα παίρνει την απόφαση να παντρευτεί και να κάνει παιδιάς
Και βέβαια, το μυαλό μου, που έχει μεσάνυχτα από τις θεωρίες της οικονομίας, καταλαβαίνει πάντως, ότι θα συρρικνωθεί κι άλλο η κατανάλωση, θα στεγνώσει περισσότερο η πιάτσα από ρευστό, θα μειωθούν περαιτέρω τα έσοδα του κράτους από φόρο εισοδήματος, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ. Κυρίως όμως θα πλησιάσουμε κι άλλο, ως κοινωνία, τον πάτο της κοινωνικής και προσωπικής απελπισίας. Με μια κουβέντα, οι άνθρωποι δεν θα μπορούν να ζήσουν με στοιχειώδη αξιοπρέπεια.
Αυτό συνεπάγεται αύξηση της θερμοκρασίας και της ατμοσφαιρικής πίεσης στον κοινωνικό λέβητα. Φέρνουμε ακόμη πιο κοντά το ραντεβού με μια ανεξέλεγκτη έκρηξη. Διότι έχουμε πίσω μας ήδη δύο χρόνια συνεχών περικοπών, αλματώδους αύξηση της ανεργίας και χωρίς φως στον ορίζοντα. Αυτά σε συνδυασμό με τους συνεχείς πολιτικούς εκβιασμούς Παπανδρέου προς τον Λαό, έχουν πάει το ηθικό του κόσμου στα Τάρταρα και ρίχνουν βενζίνη στην φωτιά της κοινωνικής οργής. Οι δε πιο οργισμένοι απ’ όλους θα είναι οι νοικοκυραίοι που βρεθήκανε στο δρόμο. Αυτοί που δεν μπορούν να πληρώσουν το στεγαστικό τους, που σταματούν τα παιδιά τους από τις σπουδές τους, που ταπεινώνονται μπροστά στα μάτια όσων αγαπούν κι εξαρτώνται από αυτούς.
Πόσο πιο κάτω θα ζητήσουμε να πάνε οι άνθρωποι; Πιο πρόβλημα απ’ όσα έχουμε, κι είναι πάμπολλα, θα λυθεί αν σπρώξουμε κι άλλους πολλούς στο περιθώριο, στην ανέχεια και στον τρόμο της επιβίωσης;
Η περίφημη ανάπτυξη θα έρθει με μεγάλες επενδύσεις – φάρους για μικρότερες, με νέες και πρωτοποριακές τεχνολογίες, με την εκμετάλλευση του ενεργειακού πλούτου της χώρας και του δαιμόνιου ανθρώπινου δυναμικού της, με την δημιουργία ενός μικρότερου, ισχυρότερου κι ευνομούμενου κράτους. Τελειώνοντας με την «Δημοκρατία των κολλητών». Δεν θα γίνει με την εξαθλίωση των πολιτών.
Η μάχη για την ανάπτυξη κι ενάντια στην ανέχεια είναι πρώτιστο πατριωτικό καθήκον. Αποτελεί κεντρικό στόχο της μεγάλης Κεντροδεξιάς. Οι αγορές δεν «αυτορρυθμίζονται». Το μάθαμε επώδυνα. Οι άνθρωποι δεν ζουν με αριθμούς σε φωτεινούς πίνακες. Οι άνθρωποι δεν είναι αριθμοί σε στατιστικές. Ο κοινωνικός δαρβινισμός δεν είναι κεντροδεξιά πολιτική. Είναι απλώς κακή πολιτική. Δεν είναι ούτε κοινωνικά φιλελεύθερη, ούτε λαϊκή, ούτε πατριωτική. Ούτε αστική πολιτική είναι. Γιατί οι αληθινοί αστοί δεν είναι αδίστακτοι και άρπαγες. Μην τους μπερδεύετε με τους λούμπεν κομπιναδόρους και μιζαδόρους, που περιφέρονται στην γνωστή πλατεία και στις δεξιώσεις με το ποτήρι στο χέρι. Ότι γυαλίζει δεν αξίζει πάντα.
Οι έξωθεν εκβιασμοί υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν. Υπάρχει όμως ένας βασικός κανόνας. Αν υποκύψεις ξανά και ξανά, τότε θα σου ζητάνε συνεχώς και κάτι άλλο. Ανοίγει η όρεξη. Να πας πιο πίσω, πιο κάτω.
Αν φτάσουμε λοιπόν να τραβάει καρότσι ο κόσμός για ένα κομμάτι ψωμί δεν θα πιάσουμε κανένα στόχο. Πάτο θα πιάσουμε. Και μετά θα μας ζητήσουν να απελευθερώσουμε κι αυτό τον κλάδο μεταφορών, χωρίς γεωγραφικά και πληθυσμιακά κριτήρια. Έτσι, φίλε Μάκη;
Η φτώχεια, αδέρφια, είναι βία. Η ανεργία είναι βία. Σκοτώνουν πιο αργά από τις σφαίρες αλλά σκοτώνουν. Αν όχι κατ’ ανάγκη κορμιά, σίγουρα σκοτώνουν ψυχές.
(Δημοσιεύθηκε στην “Δημοκρατία”)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου