Μετά την τελευταία απόφαση των Βρυξελλών για το Ελληνικό χρέος κάποιοι βιάστηκαν να υποστηρίξουν (πανηγυρίζοντας) ότι «τώρα η στρατηγική του Σαμαρά για επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου και το Μεσοπρόθεσμου έπεσε στο κενό» και πως η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται σε «κρίση στρατηγικής».
Ο ισχυρισμός αυτός στηριζόταν στην πεποίθηση ότι «το ελληνικό χρέος τακτοποιήθηκε με πολύ ευνοϊκό τρόπο» από την τωρινή κυβέρνηση, άρα «η επαναδιαπραγμάτευση έγινε» και«δεν έχει αντικείμενο πλέον η πρόταση Σαμαρά».
Βέβαια ο «ενθουσιασμός» των κυβερνητικών… παπαγάλων κράτησε πολύ λίγο. Οι πανηγυρισμοί ξεθύμαναν πρόωρα. Και ο ισχυρισμός ότι «η ΝΔ βρέθηκε σε κρίση στρατηγικής» μαζεύτηκε και ξεχάστηκε…
– Πρώτον, αποκαλύφθηκε ότι η Ελλάδα υπέστη κάποια από τα αρνητικά της «αναδιάρθρωσης» (κατάταξη στην κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας» που ίσως επιβαρύνει μελλοντικά το κόστος δανεισμού της), χωρίς να επωφεληθεί από τα θετικά, δηλαδή χωρίς να μειωθεί σημαντικά το χρέος της. «Κούρεμα» μόλις 11% του ΑΕΠ (ή 8% του συνολικού της χρέους) κανένας δεν το παίρνει στα σοβαρά.
– Δεύτερον, διότι το ευρωπαϊκό πρόβλημα χρέους δεν ξεπεράστηκε, όπως δεν εξαλείφθηκε ούτε ο κίνδυνος μεταδοτικότητας της ελληνικής κρίσης δανεισμού σε άλλα κράτη.
– Τρίτον – και σπουδαιότερο – δεν άλλαξε η εσωτερική οικονομική πολιτική της ασφυκτικής ύφεσης, η οποία κυρίως εμποδίζει πλέον την Ελλάδα να ορθοποδήσει, να μειώσει τα ελλείμματά της και εξυπηρετήσει τα χρέη της.
Επομένως, όλοι αυτοί οι ενθουσιώδεις πανηγυρισμοί των πρώτων (λίγων) ημερών ακούγονται πια ως κακόγουστο αστείο…
Αξίζει, όμως, να επανέλθουμε σε όλες αυτές τις αστειότητες, γιατί αποκαλύπτουν κάποια πράγματα πολύ πιο σοβαρά:
Πρώτον, ποιο είναι το πρόβλημα: Όταν σε μια χώρα διαπιστώνεται υπερβολικός δανεισμός, το πρόβλημα έχει δύο όψεις:
– Για τους δανειστές είναι το μέγεθος του χρέους που τους οφείλεται και οι όροι αποπληρωμής του. Πότε θα τους επιστραφούν τα χρήματα και με τι επιτόκιο…
Αυτά τα τρία στοιχεία – συνολικό χρέος, επιτόκιο, χρόνος και τρόπος αποπληρωμής – προσδιορίζουν το συνολικό μέγεθος της κεφαλαιακής αξίας του δανείου (Καθαρής Τρέχουσας Αξίας ή Net Present Value).
Μ’ άλλα λόγια ο δανειστής έχει επενδύσει και θέλει να ξέρει ποια είναι η σημερινή κεφαλαιακή Αξία της Επένδυσής του (αν όλα πάνε καλά).
– Για τους δανειολήπτες το πρόβλημα είναι αρκετά διαφορετικό: Πόσο πρέπει να βγάζουν οι ίδιοι σε εισόδημα, για να μπορέσουν να εξυπηρετήσουν το δανεισμό τους, δηλαδή να αποπληρώσουν το δάνειο και τους τόκους, χωρίς να υποστούν το διασυρμό της χρεοκοπίας (πράγμα που, αν συμβεί, θα επηρεάσει αρνητικά τη δυνατότητα και το κόστος του μελλοντικού τους δανεισμού).
Να θυμίσουμε εδώ, ότι καθένας έχει συμφέρον να δανείζεται, όσο η χρήση των χρημάτων αυτών του αποδίδει περισσότερο απ’ όσο το κόστος του δανεισμού του απαιτεί.
Απλό παράδειγμα:
– αν για κάθε εκατό ευρώ που δανείζομαι πληρώνω 5 ευρώ τόκο το χρόνο, αλλά εισπράττω 6 ευρώ σε απόδοση από την «επένδυση» που έκανα,
– κι αν την ώρα της αποπληρωμής η επένδυση που έκανα έχει βγάλει «υπεραξία» και μπορεί να πουληθεί για πάνω από (τα αρχικά) 100 ευρώ,
τότε με συμφέρει να δανείζομαι!
Στο ενδιάμεσο διάστημα βγάζω θετικό όφελος από το χρέος μου. Και στο τέλος είμαι «πιο πλούσιος» απ’ ό,τι ήμουν στην αρχή.
Έτσι, από την πλευρά του δανειολήπτη, το πρώτο μέλημά του είναι να βγάζει χρήματα και υπεραξίες, ώστε να μπορεί να εξυπηρετήσει το χρέος και να του μείνει και «διάφορο».
Με άλλα λόγια, η διατηρήσιμη ανάπτυξη είναι το πρώτο μέλημα του δανειολήπτη, ενώ η (τρέχουσα) κεφαλαιακή αξία του χρέους είναι το πρώτιστο μέλημα του δανειστή.
Βέβαια, όταν «τα πράγματα δεν πάνε καλά», ο δανειστής αρχίζει αντιλαμβάνεται ότι πρέπει να δει τι «διευκολύνσεις» θα κάνει στο δανειολήπτη για να περιορίσει τη ζημιά του όσο γίνεται περισσότερο: Θα του μειώσει το επιτόκιο; Θα του επιμηκύνει το χρόνο αποπληρωμής; Θα μειώσει το συνολικό χρέος («κούρεμα»); Όλα αυτά επηρεάζουν αρνητικά την τρέχουσα Κεφαλαιακή αξία του δανείου.
Ακόμα και σε τέτοιες περιπτώσεις κρίσης χρέους (όταν τα πράγματα πλέον «πάνε άσχημα») το κύριο μέλημα του δανειστή εξακολουθεί να είναι η τρέχουσα κεφαλαιακή αξία του δανείουπου έχει στο χαρτοφυλάκιό του, και πώς θα τη διασώσει με τις μικρότερες απώλειες.
Ο δανειολήπτης, από την πλευρά του, σε τέτοιες περιπτώσεις, αναζητά, όχι μόνο πως θα βελτιώσει τους όρους αποπληρωμής, αλλά πώς θα αλλάξει τον τρόπο παραγωγής εισοδήματος, ώστε να μετατρέψει τα ελλείμματα σε πλεονάσματα ώστε να βγει από το αδιέξοδο.
Έτσι λοιπόν, σε κάθε περίπτωση:
– Η οπτική του δανειστή είναι πάντα πώς θα εξασφαλίσει την μέγιστη απόδοση για την Επένδυσή του (το δάνειο που έδωσε), δηλαδή πώς θα μεγιστοποιήσει την Κεφαλαιακή «τρέχουσα αξία της» σε καλές εποχές ή πως θα ελαχιστοποιήσει τις κεφαλαιακές ζημίες του σε περίοδο κρίσης.
Κεντρικό ρόλο για το δανειστή έχει πάντα η Κεφαλαιακή αξία (Present Value) που καθορίζεται από το μέγεθος του δανείου, το επιτόκιο και το χρόνο αποπληρωμής του.
– Η οπτική του δανειολήπτη είναι διαφορετική: Τον ενδιαφέρει πως θα μεγιστοποιήσει την απόδοση της Επένδυσης που έκανε (με τα δανεικά) και θα επιτύχει να εξυπηρετήσει το δάνειο χωρίς να χάσει την αξιοπιστία του.
Εδώ κυρίαρχο μέλημα (του δανειστή) είναι η Ανάπτυξη που μπορεί να επιτύχει όταν δανείζεται και η βελτίωση των ρυθμών ανάπτυξης, όταν βρεθεί σε κρίση δανεισμού. Αλλά και η μείωση των ελλειμμάτων ή δημιουργία πλεονασμάτων που θα του επιτρέψει να βγει από την κρίση δανεισμού χωρίς να χάσει αξιοπιστία.
Κρίσιμο συμπέρασμα: Σε ότι αφορά το Ελληνικό χρέος, η οπτική του δανειολήπτη, ως τώραδεν ακούστηκε. Κανείς δεν την ανέδειξε.
«Διαπραγμάτευση» υπάρχει όταν πάνω στο τραπέζι «ακουμπήσουν» και οι δύο «αντίπαλες» οπτικές: στην περίπτωσή μας, των δανειστών αφ’ ενός και του δανειολήπτη αφετέρου.
Μέχρι στιγμής το πρόβλημα του Ελληνικού χρέους απασχόλησε μόνον από την πλευρά των δανειστών, όχι του δανειολήπτη.
Διαπραγμάτευση δεν έγινε καμία!
Το πώς εμείς θα μπορέσουμε να καλύψουμε τα χρέη μας, δεν απασχόλησε ποτέ ως τώρα κανένα. Μας επέβαλαν να περιορίσουμε τα ελλείμματά μας.
Αλλά ταυτόχρονα προέβλεψαν εξ αρχής (στο Μνημόνιο) αύξηση του χρέους μας! Το πώς θα καλυφθεί το αυξημένο χρέος, έστω κι αν στο μεταξύ είχαμε μειώσει τα ελλείμματά μας, επίσης δεν απασχόλησε κανένα.
Τελικώς, όταν το έλλειμμα έδειξε να παραμένει υψηλό, παρά τα μέτρα, μας έδωσαν «βελτίωση όρων δανεισμού», όχι μέτρα Ανάκαμψης.
Η πλευρά των δανειστών κυριάρχησε. Η πλευρά του δανειολήπτη δεν αναδείχθηκε καν! Και δεν την διαπραγματεύθηκε ποτέ κανείς…
Αυτό τώρα θα γίνει. Κι είναι το μόνο που μπορεί να γίνει στο εξής. Γιατί χωρίς αυτό, όποιους όρους αποπληρωμής κι αν μας δώσουν, δεν θα πάψουμε να σωρεύουμε νέα χρέη, χωρίς να είμαστε σε θέση να εξυπηρετήσουμε τα παλαιά.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η ανάγκη – και η δυνατότητα – Επαναδιαπραγμάτευσης, για την Επανεκκίνηση της Οικονομίας.
– Η ανάγκη, γιατί ως τώρα είναι το μόνο που δεν έγινε και το μόνο που μπορεί να βγάλει την Ελλάδα από το αδιέξοδο.
– Και η δυνατότητα, αφού είναι το μόνο που μπορεί να βγάλει και τους δανειστές μας από το (δικό τους) αδιέξοδο.
Μόνο που για να συμβεί αυτό, πρέπει κάποιος να εκπροσωπήσει την πλευρά των δανειολήπτη, την ελληνική πλευρά.
Αυτό δεν μπόρεσε να το κάνει ως τώρα η Κυβέρνηση του ΓΑΠ.
Αυτό επισημαίνει συνεχώς ο Αντώνης Σαμαράς. Ο οποίος μιλάει για λογαριασμό του δανειολήπτη, για λογαριασμό της Ελλάδας.
Η Κυβέρνηση του ΓΑΠ εξαντλήθηκε ως τώρα να δέχεται τις εντολές των δανειστών, από την οπτική των δανειστών.
Αλλά η πλευρά του δανειολήπτη, η ελληνική οπτική, ως τώρα δεν είχε καμία εκπροσώπηση.
Για να υπάρξει διαπραγμάτευση πρέπει να εκπροσωπηθεί.
Κατά πάσα πιθανότητα από άλλη κυβέρνηση.
Γιατί ο ΓΑΠ απέτυχε πλήρως…
Γι’ αυτά, όμως, περισσότερες διευκρινίσεις στο επόμενο σημείωμά μας.
Τηλέμαχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου