Αντί να κρίνονται η υποψηφιότητα και οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Τουρκίας, τελικά, στην υπόθεση του διαβόητου “απευθείας εμπορίου”, φτάσαμε να “δικάζεται” η Κυπριακή Δημοκρατία! Ωσάν να ήταν η Τουρκία μέλος της Ε.Ε. και να έθετε δοκιμασίες για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας! Αποφύγαμε τα χειρότερα, αλλά μην παρασυρόμαστε: Απλώς εξασφαλίσαμε (με κόπο) το αυτονόητο.
Αυτήν ακριβώς την ώρα, δεν μπορεί να μη δούμε την παταγώδη αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής μας (;). Από τη στιγμή της ένταξης, εδώ και έξι χρόνια, δύο διαδοχικές κυβερνήσεις προσχώρησαν αστόχαστα στο δόγμα της διευκόλυνσης της τουρκικής υποψηφιότητας. Ακόμα και αντίθετα από τη ρητά διατυπωμένη πολιτική βούληση ισχυρών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και ακόμα ισχυρότερου ρεύματος της κοινής γνώμης.
Σήμερα, άμα κοντοσταθούμε να ανασάνουμε μετά τη “μάχη του απευθείας εμπορίου”, πρέπει να διερωτηθούμε επιτέλους: Πού μας βγάζει αυτή η πολιτική; Παρά το γεγονός ότι ήταν μια πολιτική, της οποίας η βασική προϋπόθεση (ένταξη της Τουρκίας) σχεδόν σίγουρα δεν θα υλοποιηθεί, μας έλεγαν ότι “στο δρόμο”, βήμα προς βήμα, θα ελέγχουμε την πορεία των διαπραγματεύσεων και θα κερδίζουμε πράγματα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο προηγούμενος Πρόεδρος διακήρυσσε ότι έτσι η Τουρκία θα βρισκόταν αντιμέτωπη στα αδιέξοδά της και θα κατέληγε ακόμα και να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η κυβέρνηση Χριστόφια άφησε όμως τα πράγματα να φτάσουν ένα βήμα πριν από την... αναγνώριση των κατεχομένων! Κατ΄ αρχάς, η μάχη ενάντια στην αναβάθμιση των κατεχομένων ως “τρίτης χώρας”, μπορεί να κερδήθηκε σε νομικό βασικά έδαφος, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι έκλεισε και πολιτικά το θέμα. Διότι, πίσω από αυτή την πονηρή επινόηση, κρύβεται η πάγια θέση για μια κάποια θεραπεία της “απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων”. Επομένως, θα ακολουθήσουν και άλλες σχετικές απόπειρες και επινοήσεις. Κατά κύματα εδώ και χρόνια περνά η τουρκική δόλια προπαγάνδα περί “απομόνωσης”. Χωρίς ούτε μια στιγμή η δική μας πολιτική ηγεσία να βρει το σθένος να θέσει βάσιμα και πειστικά το ερώτημα σε ποιον βαθμό ο πληθυσμός των κατεχομένων είναι όντως Τουρκοκύπριοι.
Η ηγεσία αυτού του κράτους δεν προνόησε ή δεν θέλησε να θέσει έντονα ως προϋπόθεση οποιασδήποτε γενικής και αόριστης συζήτησης “περί Τουρκοκυπρίων”, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα κεντρικό ζήτημα και ερώτημα. Οι Τουρκοκύπριοι είναι όντως απομονωμένοι από κάποιο “εμπάργκο” του κυπριακού κράτους ή μήπως είναι απομονωμένοι και κυριολεκτικά “πνιγμένοι” μέσα σε μια θάλασσα εποίκων; Δεν μπορούσε η κυβέρνηση Χριστόφια να θέσει ως προϋπόθεση κάθε συζήτησης μιαν αξιόπιστη απογραφή και καταγραφή του πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη της; Ας είχε γίνει μια τέτοια απογραφή, κάτω από την αιγίδα και τον έλεγχο της Ε.Ε., και τότε θα βλέπαμε ποιος και πώς θα μιλούσε στο εξής για “απομονωμένους Τουρκοκύπριους”.
Η αλήθεια που ξέρουμε, αλλά δεν αξιοποιήσαμε πολιτικά, είναι ότι αν είναι οι Τουρκοκύπριοι απομονωμένοι, είναι απομονωμένοι ανάμεσα σε Τούρκους εποίκους! Η συναφής πολιτική μας έναντι των Τουρκοκυπρίων ως υπηκόων της Κυπριακής Δημοκρατίας και, επομένως, πολιτών της Ε.Ε., ήταν επίσης τυχάρπαστη και παντελώς αμήχανη. Δημιουργεί, μάλιστα, έδαφος για αιτιάσεις και πονηρά επιχειρήματα. Η Τουρκία μετέστρεψε πονηρά σε στρατηγικό της όπλο την κατοχική γραμμή και τα οδοφράγματα του Αττίλα, τα οποία άνοιξε, επιλεκτικά και ελεγχόμενα, ως στρόφιγγα αποσυμπίεσης των αντιφάσεων και αντιθέσεων της κατοχής. Από την ώρα που ο Ραούφ Ντενκτάς επινόησε την πονηρή εκείνη κίνηση με τη δημοσιοσχεσίτικη όψη της συνδιαλλαγής, οι επίσημες Αρχές του κράτους απλώς αναμασούν την αρχική αμηχανία.
Οι πρώτες εικόνες δεν πρέπει να λησμονηθούν: Ο ένας υπουργός (Δικαιοσύνης) έλεγε ότι είναι περίπου ποινικό αδίκημα η επίσκεψη και οι συναλλαγές στα κατεχόμενα, ενώ ο άλλος υπουργός (Εσωτερικών) έσπευδε να διευκολύνει τους εκδρομείς στα σπίτια τους, στήνοντας τέντες για τον ήλιο και... φορητά αποχωρητήρια! Την ίδια ώρα, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ρητά συμβούλευε ότι δεν θα έπρεπε να δεχτούμε να επιδεικνύονται διαβατήρια ή άλλα επίσημα έγγραφα ταυτότητας...
Όμως ακόμα και σήμερα, επτά χρόνια μετά, δεν ξέρουμε τι ακριβώς κάνουμε με αυτό το ζήτημα. Αν πραγματικά η σημερινή Κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι οι επιλεκτικά περιορισμένες καθημερινές διακινήσεις και συναλλαγές συμβάλλουν πραγματικά ως “άσκηση αρμονικής συμβίωσης”, ας αφουγκραστεί την κοινή γνώμη. Ας ακούσει τι λένε και σκέφτονται οι πολίτες, αντιδρώντας σε αυτό το “ιδιόρρυθμο” καθεστώς σχέσεων (και ανισότητας) που παγιώνεται με το χρόνο. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα με τη σημερινή Κυβέρνηση είναι ότι δεν καταλαβαίνει ούτε θέλει να ξέρει τη λογική, με την οποία λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το Κοινοβούλιο.
Όταν, π.χ., με πεισματικά ιδεολογήματα κρατά λειψή την κυπριακή συμμετοχή σε θεσμούς κοινής άμυνας και ασφάλειας, το αντικείμενο ίσως δεν είναι τόσο ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη. Είναι, πολύ περισσότερο, η αδυναμία της να δει ότι χρειάζεται μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο να δουλέψουμε μεθοδικά και να αναζητήσουμε το αυτονόητο: Συνεργασίες, συγκλίσεις και ερείσματα συμμαχιών. Η Κύπρος θα έπρεπε, απέναντι στη σιωπηρά ανεπιθύμητη Τουρκία, να είχε προτάξει κεντρικά ζητήματα στα οποία θα ζητούσε και θα κέρδιζε την κοινοτική αλληλεγγύη.
Όμως το μόνο που φαίνεται να ζητά η προεδρία Χριστόφια, είναι την... κυπριακή ιδιοκτησία των συνομιλιών. Αντί, λοιπόν, της ιδιοκτησίας των περιουσιών, ο Πρόεδρος Χριστόφιας διασφαλίζει την ιδιοκτησία των (αδιέξοδων) συνομιλιών!
Αυτήν ακριβώς την ώρα, δεν μπορεί να μη δούμε την παταγώδη αποτυχία της ευρωπαϊκής πολιτικής μας (;). Από τη στιγμή της ένταξης, εδώ και έξι χρόνια, δύο διαδοχικές κυβερνήσεις προσχώρησαν αστόχαστα στο δόγμα της διευκόλυνσης της τουρκικής υποψηφιότητας. Ακόμα και αντίθετα από τη ρητά διατυπωμένη πολιτική βούληση ισχυρών ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, αλλά και ακόμα ισχυρότερου ρεύματος της κοινής γνώμης.
Σήμερα, άμα κοντοσταθούμε να ανασάνουμε μετά τη “μάχη του απευθείας εμπορίου”, πρέπει να διερωτηθούμε επιτέλους: Πού μας βγάζει αυτή η πολιτική; Παρά το γεγονός ότι ήταν μια πολιτική, της οποίας η βασική προϋπόθεση (ένταξη της Τουρκίας) σχεδόν σίγουρα δεν θα υλοποιηθεί, μας έλεγαν ότι “στο δρόμο”, βήμα προς βήμα, θα ελέγχουμε την πορεία των διαπραγματεύσεων και θα κερδίζουμε πράγματα για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ο προηγούμενος Πρόεδρος διακήρυσσε ότι έτσι η Τουρκία θα βρισκόταν αντιμέτωπη στα αδιέξοδά της και θα κατέληγε ακόμα και να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η κυβέρνηση Χριστόφια άφησε όμως τα πράγματα να φτάσουν ένα βήμα πριν από την... αναγνώριση των κατεχομένων! Κατ΄ αρχάς, η μάχη ενάντια στην αναβάθμιση των κατεχομένων ως “τρίτης χώρας”, μπορεί να κερδήθηκε σε νομικό βασικά έδαφος, αλλά αυτό δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι έκλεισε και πολιτικά το θέμα. Διότι, πίσω από αυτή την πονηρή επινόηση, κρύβεται η πάγια θέση για μια κάποια θεραπεία της “απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων”. Επομένως, θα ακολουθήσουν και άλλες σχετικές απόπειρες και επινοήσεις. Κατά κύματα εδώ και χρόνια περνά η τουρκική δόλια προπαγάνδα περί “απομόνωσης”. Χωρίς ούτε μια στιγμή η δική μας πολιτική ηγεσία να βρει το σθένος να θέσει βάσιμα και πειστικά το ερώτημα σε ποιον βαθμό ο πληθυσμός των κατεχομένων είναι όντως Τουρκοκύπριοι.
Η ηγεσία αυτού του κράτους δεν προνόησε ή δεν θέλησε να θέσει έντονα ως προϋπόθεση οποιασδήποτε γενικής και αόριστης συζήτησης “περί Τουρκοκυπρίων”, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα κεντρικό ζήτημα και ερώτημα. Οι Τουρκοκύπριοι είναι όντως απομονωμένοι από κάποιο “εμπάργκο” του κυπριακού κράτους ή μήπως είναι απομονωμένοι και κυριολεκτικά “πνιγμένοι” μέσα σε μια θάλασσα εποίκων; Δεν μπορούσε η κυβέρνηση Χριστόφια να θέσει ως προϋπόθεση κάθε συζήτησης μιαν αξιόπιστη απογραφή και καταγραφή του πληθυσμού στα κατεχόμενα εδάφη της; Ας είχε γίνει μια τέτοια απογραφή, κάτω από την αιγίδα και τον έλεγχο της Ε.Ε., και τότε θα βλέπαμε ποιος και πώς θα μιλούσε στο εξής για “απομονωμένους Τουρκοκύπριους”.
Η αλήθεια που ξέρουμε, αλλά δεν αξιοποιήσαμε πολιτικά, είναι ότι αν είναι οι Τουρκοκύπριοι απομονωμένοι, είναι απομονωμένοι ανάμεσα σε Τούρκους εποίκους! Η συναφής πολιτική μας έναντι των Τουρκοκυπρίων ως υπηκόων της Κυπριακής Δημοκρατίας και, επομένως, πολιτών της Ε.Ε., ήταν επίσης τυχάρπαστη και παντελώς αμήχανη. Δημιουργεί, μάλιστα, έδαφος για αιτιάσεις και πονηρά επιχειρήματα. Η Τουρκία μετέστρεψε πονηρά σε στρατηγικό της όπλο την κατοχική γραμμή και τα οδοφράγματα του Αττίλα, τα οποία άνοιξε, επιλεκτικά και ελεγχόμενα, ως στρόφιγγα αποσυμπίεσης των αντιφάσεων και αντιθέσεων της κατοχής. Από την ώρα που ο Ραούφ Ντενκτάς επινόησε την πονηρή εκείνη κίνηση με τη δημοσιοσχεσίτικη όψη της συνδιαλλαγής, οι επίσημες Αρχές του κράτους απλώς αναμασούν την αρχική αμηχανία.
Οι πρώτες εικόνες δεν πρέπει να λησμονηθούν: Ο ένας υπουργός (Δικαιοσύνης) έλεγε ότι είναι περίπου ποινικό αδίκημα η επίσκεψη και οι συναλλαγές στα κατεχόμενα, ενώ ο άλλος υπουργός (Εσωτερικών) έσπευδε να διευκολύνει τους εκδρομείς στα σπίτια τους, στήνοντας τέντες για τον ήλιο και... φορητά αποχωρητήρια! Την ίδια ώρα, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ρητά συμβούλευε ότι δεν θα έπρεπε να δεχτούμε να επιδεικνύονται διαβατήρια ή άλλα επίσημα έγγραφα ταυτότητας...
Όμως ακόμα και σήμερα, επτά χρόνια μετά, δεν ξέρουμε τι ακριβώς κάνουμε με αυτό το ζήτημα. Αν πραγματικά η σημερινή Κυβέρνηση έχει την εντύπωση ότι οι επιλεκτικά περιορισμένες καθημερινές διακινήσεις και συναλλαγές συμβάλλουν πραγματικά ως “άσκηση αρμονικής συμβίωσης”, ας αφουγκραστεί την κοινή γνώμη. Ας ακούσει τι λένε και σκέφτονται οι πολίτες, αντιδρώντας σε αυτό το “ιδιόρρυθμο” καθεστώς σχέσεων (και ανισότητας) που παγιώνεται με το χρόνο. Το μεγαλύτερο, όμως, πρόβλημα με τη σημερινή Κυβέρνηση είναι ότι δεν καταλαβαίνει ούτε θέλει να ξέρει τη λογική, με την οποία λειτουργούν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί και το Κοινοβούλιο.
Όταν, π.χ., με πεισματικά ιδεολογήματα κρατά λειψή την κυπριακή συμμετοχή σε θεσμούς κοινής άμυνας και ασφάλειας, το αντικείμενο ίσως δεν είναι τόσο ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη. Είναι, πολύ περισσότερο, η αδυναμία της να δει ότι χρειάζεται μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτικό χώρο να δουλέψουμε μεθοδικά και να αναζητήσουμε το αυτονόητο: Συνεργασίες, συγκλίσεις και ερείσματα συμμαχιών. Η Κύπρος θα έπρεπε, απέναντι στη σιωπηρά ανεπιθύμητη Τουρκία, να είχε προτάξει κεντρικά ζητήματα στα οποία θα ζητούσε και θα κέρδιζε την κοινοτική αλληλεγγύη.
Όμως το μόνο που φαίνεται να ζητά η προεδρία Χριστόφια, είναι την... κυπριακή ιδιοκτησία των συνομιλιών. Αντί, λοιπόν, της ιδιοκτησίας των περιουσιών, ο Πρόεδρος Χριστόφιας διασφαλίζει την ιδιοκτησία των (αδιέξοδων) συνομιλιών!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου