Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερον εις τα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, το ’χουν σε δόξα, το ’χουν σε τιμή, το ’χουν σε ικανότη το να τους ειπής ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά εις την πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.
Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ’φημερίδες. Κι’ όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Διά ’κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κ’ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι’ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ’ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι’ αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότη.
Αυτά δεν τα λέγω εγώ μοναχός, τα λέγει όλο το κοινό και οι ’φημερίδες. Κι’ όσα σημειώνω τα σημειώνω γιατί δεν υποφέρνω να βλέπω το άδικον να πνίγη το δίκιον. Διά ’κείνο έμαθα γράμματα εις τα γεράματα και κάνω αυτό το γράψιμον το απελέκητο, ότι δεν είχα τον τρόπον όντας παιδί να σπουδάξω· ήμουν φτωχός κ’ έκανα τον υπερέτη και τιμάρευα άλογα κι’ άλλες πλήθος δουλειές έκανα να βγάλω το πατρικό μου χρέος, οπού μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κ’ εγώ σε τούτην την κοινωνίαν όσο έχω τ’ αμανέτι του Θεού εις το σώμα μου. Κι’ αφού ο Θεός θέλησε να κάμη νεκρανάστασιν εις την πατρίδα μου, να την λευτερώση από την τυραγνίαν των Τούρκων, αξίωσε κ’ εμένα να δουλέψω κατά δύναμη λιγώτερον από τον χερώτερον πατριώτη μου Έλληνα. Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα – ένα πράμα μόνον με παρακίνησε κ’ εμένα να γράψω, ότι τούτην την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι· όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να την φυλάμεν κι’ όλοι μαζί και να μην λέγη ούτε ο δυνατός «εγώ» , ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγη ο καθείς «εγώ»; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκειάση, ή χαλάση, να λέγη εγώ· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκειάνουν, τότε να λένε «εμείς». Είμαστε εις το «εμείς» κι’ όχι εις το «εγώ». Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκειάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζί. Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ειδούνε όλοι οι Έλληνες ν’ αγωνίζωνται διά την πατρίδα τους, διά την θρησκεία τους, να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε· «Έχομεν αγώνες πατρικούς, έχομεν θυσίες», αν είναι αγώνες και θυσίες. Και να μπαίνουν σε φιλοτιμίαν και να εργάζωνται εις το καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας. Ότι θα είναι καλά δικά τους. Όχι όμως να φαντάζωνται για τα κατορθώματα τα πατρικά, όχι να πορνεύουν την αρετή και να καταπατούν τον νόμον και να ’χουν την επιρροή για ικανότη.
Επειδήτις ολοένα λέγω κατάχρησες, μη στοχάζεστε ότι έχω πάθος εις τους ανθρώπους. Ψάξετε της ’φημερίδες, τηράτε και τα πραχτικά των Βουλών, μ’ όλον οπού ’ναι τέτοιες Βουλές οπού ’περασπίζονται την κλεψιά και ’διοτέλεια και πολεμούνε την δικαιοσύνη· και μ’ όλον αυτό θα ιδήτε αν αληθινά είναι αυτά οπού σημειώνω.
Στρατηγού Mακρυγιάννη Aπομνημονεύματα”, τόμος B΄, Eλληνικά Γράμματα/Tα Nέα 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου