Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

«Έτσι καταστρέψαμε την Ελλάδα»


Συγκλονιστική ομολογία για τη «συνταγή» που οδήγησε τη χώρα στην καταστροφή περιλαμβάνεται σε έκθεση-σοκ κορυφαίου εμπειρογνώμονα του ίδιου του ΟΟΣΑ, που είχε επισκεφθεί αρκετές φορές για τον σκοπό αυτό την Ελλάδα. Ο Ρεζά Λαχιτζί, οικονομολόγος του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ύστερα από συναντήσεις με Ελληνες αξιωματούχους, συνέταξε πριν από μερικούς μήνες την έκθεση υπό τον τίτλο «Ελλάδα: Επανεξέταση του κράτους». Πρόσφατα στην ιστοσελίδα του Ινστιτούτου Ερευνας Ρυθμιστικών Πολιτικών αναρτήθηκε ένα σχετικό κείμενό του υπό τον εύγλωττο τίτλο «Τα λάθη που κάναμε στην Ελλάδα». Σε αυτό εξηγεί και αποδεικνύει, με βάση συγκεκριμένα οικονομικά μεγέθη, γιατί απέτυχε το Μνημόνιο.
Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, δόθηκε «λάθος φάρμακο στον λάθος ασθενή», με αποτέλεσμα η χώρα να βυθίζεται σε επικίνδυνη κοινωνική κρίση. «Το πρωτόγνωρης αυστηρότητας πρόγραμμα καταστρώθηκε με μια λογική τυχαίων μειώσεων για παράλογους στόχους» αποφαίνεται, ενώ για το δεύτερο Μνημόνιο με το πλάνο των 130 δισ. γράφει χαρακτηριστικά ότι «εκπονήθηκε και υπογράφηκε από μια εξαντλημένη κυβέρνηση». Ακόμη και για τους δημοσίους υπαλλήλους συμπεραίνει ότι «το Δημόσιο δεν έχει δυσανάλογα πολλούς υπαλλήλους, αντίθετα με την εντύπωση που επικρατεί».
Κατά τον κορυφαίο οικονομολόγο, «όλα αυτά δεν φαίνεται να έχουν προκαλέσει καμιά αμφιβολία στους υπευθύνους που καθορίζουν τον ρυθμό των αλλαγών. Είναι επείγον να αναγνωρίσουν σήμερα τα λάθη τους και να τροποποιήσουν αναλόγως τις πράξεις τους».
Σημειώνεται ότι η έκθεση κ. Λαχιτζί παραδόθηκε στην ελληνική κυβέρνηση το 2011 και έκτοτε αποτελεί τον μπούσουλα για τη μεταρρύθμιση του δημόσιου τομέα σε συνεργασία με την ομάδα της «Task Force».
Ολόκληρο το κείμενο του Ρετζά Λαχιτζί, το οποίο δημοσιεύτηκε και σε μέσα μαζικής ενημέρωσης της Γαλλίας, έχει ως εξής:
«Οι βουλευτικές εκλογές της 17ης Ιουνίου στην Ελλάδα είχαν ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης, ευνοϊκά διατεθειμένης για διάλογο με τους διεθνείς πιστωτές της χώρας, ανοίγοντας τον δρόμο για την επαναδιαπραγμάτευση μεταξύ των δύο μερών. Σ’ αυτό το στάδιο θα ήταν χρήσιμο να αναθεωρήσουμε τα δύο έτη διαχείρισης της κρίσης στην Ελλάδα υπό την αιγίδα της τρόικας (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα), έτσι ώστε να αποφευχθεί η επανάληψη λαθών του παρελθόντος, που οδήγησαν στο αδιέξοδο του καλοκαιριού.
Πρώτα απ’ όλα παρατηρείται ότι το πρόγραμμα εξυγίανσης της ελληνικής δημόσιας οικονομίας, του οποίου οι όροι τέθηκαν από την τρόικα, είναι αναποτελεσματικό, καθώς και ότι το εύρος του οικονομικού και του κοινωνικού κόστους, που αδίκως επιβλήθηκε στη χώρα, είναι πολύ μεγάλο. Σε αντάλλαγμα του πρώτου πακέτου οικονομικής στήριξης, ύψους 110 δισ. ευρώ, που δόθηκε στην Ελλάδα το 2010, η τρόικα επέβαλε στην κυβέρνηση ένα Πρόγραμμα Οικονομικής Προσαρμογής (ΠΟΠ) πρωτόγνωρης αυστηρότητας: με αύξηση των εσόδων (φορολογικών και άλλων) ίση με 5,5% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ) και με δραστικές μειώσεις μισθών και συντάξεων στο πλαίσιο του δημόσιου τομέα, η ελληνική κυβέρνηση μείωσε το 2010 το διαρθρωτικό δημόσιο έλλειμμα (1) περισσότερο από 9% του ΑΕΠ, πράγμα που αποτελεί μακράν τη μεγαλύτερη προσπάθεια προσαρμογής που πραγματοποιήθηκε σε ένα μόνο έτος από ανεπτυγμένη χώρα.
Η λογική των οικονομικών θα υπαγόρευε να αφεθεί η χώρα να συνέλθει από τον αντίκτυπο μιας τέτοιας εκκαθάρισης και να ξαναβρεί έναν ρυθμό δραστηριότητας ο οποίος από μόνος του θα επέτρεπε τη συνέχιση της μείωσης του ελλείμματος. Δυστυχώς, το πλαφόν που ορίζεται από το ΠΟΠ απαιτούσε την επιτάχυνση των μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, με σκοπό την επιστροφή της Ελλάδας στις χρηματοπιστωτικές αγορές από την άνοιξη του 2012.
Τον Ιούνιο 2011 ήταν προφανές ότι αυτοί οι στόχοι δεν θα επιτυγχάνονταν: ο ρυθμός καθοριζόταν από τα φορολογικά έσοδα, ενώ το δημόσιο χρέος, τροφοδοτούμενο από εξαιρετικά επαχθείς πληρωμές επιτοκίων, συνέχιζε να διογκώνεται. Ελλείψει νέας οικονομικής στήριξης, που θα κάλυπτε τις ανάγκες από το 2012 και πέρα, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε πάλι την προοπτική ελλείμματος. Τον Σεπτέμβριο του 2011 εκπονήθηκε βιαστικά ένα δεύτερο πλάνο διάσωσης, ύψους 130 δισ. ευρώ, μαζί με ένα νέο Μνημόνιο Συνεργασίας, που οδήγησε σε μια σειρά συμπληρωματικών μέτρων και υπογράφηκε τελικά από μια εξαντλημένη ελληνική κυβέρνηση στις 11 Μαΐου 2012, πριν από την προκήρυξη των αναμενόμενων εκλογών.
Η διαδοχή των περιοριστικών μέτρων και η ανακοίνωση για ακόμα πιο δραστικές μειώσεις κράτησαν την οικονομία σε μια κατάσταση παρατεταμένης ύφεσης. Αντί να βρεθεί σε τροχιά ανάκαμψης από το 2011, όπως προέβλεπε η τρόικα στο αρχικό ΠΟΠ, η Ελλάδα βιώνει το 2012 την πέμπτη συνεχόμενη χρονιά ύφεσης, που σημαίνει μια αθροιστική πτώση του ΑΕΠ περίπου 20%, παρόμοια με τη Μεγάλη Υφεση της δεκαετίας του 1930 στις ΗΠΑ. Το ποσοστό της ανεργίας, που κόντευε το 23% το πρώτο τρίμηνο του 2012, έχει υπερτριπλασιαστεί μέσα σε τέσσερα χρόνια. Ξεπερνάει πλέον το 50% στα άτομα μεταξύ 15-24 ετών.
Είναι μεγάλος ο πειρασμός να αποδοθεί η ευθύνη γι’ αυτήν την καταστροφή σε αμέλεια των Ελλήνων και να αποσιωπηθεί η ευθύνη του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και ορισμένων ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο πρέπει να αναγνωριστεί ότι το πρόγραμμα εξυγίανσης καταστρώθηκε με μια εξωφρενική λογική τυχαίων μειώσεων, που αντιπροσώπευαν παράλογους δημοσιονομικούς στόχους, χωρίς καμιά εκτίμηση των συνεπειών, της δυνατότητας εφαρμογής των προβλεπόμενων μέτρων από τη χώρα ή των αναγκών της χώρας.
Ακόμα χειρότερα, φτάσαμε να επιβάλλονται στην ελληνική κυβέρνηση δεσμεύσεις οι οποίες ήταν γνωστό ότι δεν μπορούσαν να τηρηθούν. Το νέο Μνημόνιο Συνεργασίας περιλαμβάνει έτσι την πρόβλεψη μείωσης των κοινωνικών δαπανών κατά 1,5% του ΑΕΠ, εξαιρουμένων των δαπανών υγείας και των συντάξεων.
Αυτές οι δαπάνες, που αποτελούνται κυρίως από τις συντάξεις αναπηρίας, τις περισσότερες κύριες συντάξεις γήρατος και τα επιδόματα ανεργίας, αντιπροσωπεύουν το 4,5% του ΑΕΠ, που είναι αρκετά χαμηλό σε σχέση με τα ευρωπαϊκά στάνταρ. Ανεξάρτητα από τον μισθό που λάμβανε όταν εργαζόταν, ο Έλληνας άνεργος λαμβάνει μια σταθερή αποζημίωση ύψους 470 ευρώ τον μήνα για 12 μήνες, με τη λήξη των οποίων δεν καλύπτεται πλέον από την κοινωνική προστασία.
Το 2009 μόνο το 17% των ατόμων σε αναζήτηση εργασίας λάμβανε επίδομα ανεργίας, ενώ π.χ. στη Γαλλία το ποσοστό είναι 53%. Προκειμένου να μειωθούν οι δαπάνες αυτές κατά το ένα τρίτο, την ίδια στιγμή που ο αριθμός των ανέργων αυξάνεται αλματωδώς, θα πρέπει να μειωθούν δραστικά τα επιδόματα, πράγμα που θα φέρει ένα σημαντικό κομμάτι του πληθυσμού κάτω από τα όρια της φτώχειας. Καμιά κυβέρνηση δεν θα είναι σε θέση να τηρήσει μια τέτοια δέσμευση, η οποία δεν έχει νόημα ούτε όσον αφορά την οικονομική αποτελεσματικότητα ούτε όσον αφορά την κοινωνική δικαιοσύνη.
Το δεύτερο σημαντικό δίδαγμα αυτών των δύο ετών είναι ότι η εξωτερική παρέμβαση, αν και δυναμική, δεν μπόρεσε να διορθώσει τα θεμελιώδη προβλήματα που βρίσκονται στη ρίζα της δημοσιονομικής κρίσης. Από τα προβλήματα αυτά ξεχωρίζει η δυσλειτουργία του κράτους. Μια πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ περιέχει μια χαρτογράφηση της ελληνικής κεντρικής διοίκησης, από όπου προκύπτει μια εντύπωση πλήρους παράλυσης, οφειλόμενης σε δεκαετίες άκαμπτης γραφειοκρατίας, πολλαπλασιασμού περιττών δομών και κατακερματισμένων ευθυνών (2).
Αντίθετα με τη διαδεδομένη εντύπωση, ο ελληνικός δημόσιος τομέας δεν έχει δυσανάλογα πολλούς υπαλλήλους, αν και υπάρχει μια αβεβαιότητα για το πραγματικό του μέγεθος. Ωστόσο, ένα υπουργείο αποτελείται κατά μέσο όρο από 302 υπηρεσίες σε κεντρικό επίπεδο (στις οποίες προστίθενται 137 αποκεντρωμένες υπηρεσίες), εκ των οποίων το 20% στελεχώνεται μόνο από έναν προϊστάμενο. Οι δομές συντονισμού είναι ανύπαρκτες ή καθαρά τυπικές. Η Δημόσια Διοίκηση ασχολείται μόνο με την προετοιμασία νόμων και κανόνων, των οποίων η πλειονότητα έχει ως αντικείμενο την ορθή λειτουργία της ίδιας της διοίκησης.
Κατά την τελευταία δεκαετία παράγονταν περίπου 12.000 τέτοιες νομοθετικές πράξεις τον χρόνο, χωρίς την παραμικρή δυνατότητα διασφάλισης και επαλήθευσης της εφαρμογής τους. Η απουσία ελέγχου του Προϋπολογισμού, ο πληθωρισμός των δαπανών και η αδυναμία είσπραξης μεγάλου μέρους των φορολογικών εσόδων δεν είναι, σε τελική ανάλυση, παρά συγκεκριμένες πλευρές της εκπληκτικής ανεπάρκειας του ελληνικού κράτους.
Το πιο σημαντικό σφάλμα της τρόικας ήταν ότι δεν κατάλαβε ότι οι προσπάθειές της έπρεπε πρώτα να στραφούν προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου ελληνικού κράτους. Από τη στιγμή που είχε αποφασίσει να παρέμβει στη διεξαγωγή των υποθέσεων της χώρας, επιβαλόταν να περάσει από μια διαδικασία δραστικής εκλογίκευσης των διοικητικών δομών, των αλυσίδων αποφάσεων και του κανονιστικού μηχανισμού, να ενισχύσει τα όργανα και τις διαδικασίες ελέγχου, και ειδικότερα τον ρόλο επίβλεψης του Κοινοβουλίου, να αναπτύξει τη δυνατότητα συντονισμού από τον πρωθυπουργό, να επιβάλει σε όλους τους δημόσιους οργανισμούς να τηρούν και να δημοσιεύουν λογαριασμούς, να ενθαρρύνει τη συλλογή δεδομένων και την αξιολόγηση των συνεπειών των δημόσιων αποφάσεων.
Μια τέτοια αναθεώρηση του δημόσιου τομέα θα επέτρεπε μια ευφυέστερη στόχευση των δημοσιονομικών περιορισμών και θα προήγαγε την ιδέα ότι παρήλθε ο καιρός της ανευθυνότητας, κυρίως της δημοσιονομικής, και της παράκαμψης των νόμων. Η αναθεώρηση αυτή θα έδινε τον λόγο στους Ελληνες πολίτες που δεν αναγνωρίζουν τον εαυτό τους σ’ αυτό το σύστημα, κυρίως σε ικανούς υπαλλήλους που προσπαθούν για τη μεταρρύθμιση για πολύ περισσότερο χρόνο από την τρόικα. Θα είχε τη στήριξη του ελληνικού λαού και θα βελτίωνε άμεσα ορισμένες πτυχές των συνθηκών ζωής. Ωστόσο τίποτα δεν έγινε προς αυτή την κατεύθυνση ή μόνο με συμπτωματικό και περιθωριοποιημένο τρόπο.
Αντίθετα, η προσέγγιση που ακολουθήθηκε είχε ως στόχο να ορίσει τις λεγόμενες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που δεν ανταποκρίνονται καθόλου στις ανάγκες της χώρας και να αφήσει την εφαρμογή τους στην κυβέρνηση (3). Φυσικά τα μέτρα που υιοθετήθηκαν κατά ένα μέρος δεν τέθηκαν σε εφαρμογή. Αυτό προκάλεσε τον εκνευρισμό των ξένων υπευθύνων, οι οποίοι, χωρίς να παραδεχθούν την αδυναμία της ελληνικής κυβέρνησης, κατήγγειλαν την απροθυμία της.
Ένα άλλο κομμάτι των μέτρων είχε μόνο επιφανειακά αποτελέσματα, των οποίων τα όρια θα φανούν με το πέρασμα του χρόνου. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι μια από τις κύριες διατάξεις για την αναμόρφωση των συντάξεων, που υιοθετήθηκε το 2010 και προέβλεπε τη συγκέντρωση των πολυάριθμων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που υπήρχαν στη χώρα μέχρι τότε σε 13 κύρια Ταμεία, με στόχο τη βελτίωση της διαχείρισης, την απελευθέρωση πόρων και κυρίως την επιβολή διαφάνειας. Η συγκέντρωση των Ταμείων πραγματοποιήθηκε, όμως μόνο τυπικά, εφόσον οι αρχικοί οργανισμοί στην πραγματικότητα διατηρήθηκαν, συνεχίζοντας να έχουν μεγάλη αυτονομία, αλλά κάτω από την ομπρέλα των κύριων Ταμείων, σε ό,τι αφορά τη λογιστική τους, τους κανονισμούς και την οικονομική διαχείριση.
Τελικά ορισμένα μέτρα θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα τη χειροτέρευση των αδυναμιών του ελληνικού κράτους. Αυτό ισχύει για το ευρύ πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων, που αφορούσε κυρίως υποδομές και βιομηχανίες δικτύου σε μια χώρα στην οποία οι δυνατότητες ελέγχου είναι γνωστό ότι είναι ανεπαρκείς. Ετσι είναι προφανές ότι το πρόγραμμα εξυγίανσης έχει μέχρι σήμερα έναν χαρακτήρα άνισο και μονόπλευρο σχετικά με τη δημόσια πολιτική στην Ελλάδα.
Αυτά τα σφάλματα αξιολόγησης μας οδηγούν να αναρωτηθούμε αν τα μέλη της τρόικας, και ειδικότερα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχαν, οποιαδήποτε στιγμή, μια καθαρή θεώρηση της τακτικής που έπρεπε να εφαρμοστεί στην Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι τα όργανα που δομούν την Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχουν καθόλου προσαρμοστεί στις ιδιαιτερότητες μιας χώρας όπως η Ελλάδα, της οποίας η περίπτωση θα μπορούσε άνετα να είναι μοναδική. Το μάννα των διαρθρωτικών ταμείων τής δόθηκε χωρίς σοβαρή αξιολόγηση και παρακολούθηση των αποτελεσμάτων. Αν και αναμφίβολα τα ταμεία ήταν στη βάση χρηματοδότησης σημαντικών έργων για τη χώρα, ευνόησαν ωστόσο την ανάπτυξη μιας παράλληλης διοίκησης, που ήταν επιφορτισμένη με τη διαχείρισή τους χωρίς να αποφευχθεί η παγίδα της διαφθοράς, καθώς και της διατήρησης μιας μακροοικονομικής εξάρτησης σε σχέση με τη μεταφορά κεφαλαίων από το εξωτερικό. Οσον αφορά το νομοθετικό πλάνο, δόθηκε έμφαση στην ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών χωρίς ενδιαφέρον για το τι θα συνέβαινε στην πράξη.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναρωτήθηκε πραγματικά για το νόημα υιοθέτησης της Οδηγίας Seveso II, η οποία προβλέπει την οριοθέτηση ζωνών αποκλεισμού γύρω από τις χαρακτηρισμένες βιομηχανικές εγκαταστάσεις σε μια χώρα που δεν έχει ούτε κτηματολόγιο ούτε σοβαρό σχέδιο χρήσης γης; Αντιμέτωπη με την κρίση, η Επιτροπή και τα κράτη-μέλη που στηρίζουν τη δράση της φαίνεται ότι αντιστάθμισαν την έλλειψη κατανόησης των προβλημάτων και οραματισμού για τη δράση αντιμετώπισης με απλοϊκές ιδέες διαρθρωτικής προσαρμογής.
Αυτές οι ιδέες, που έχουν παρουσιαστεί εδώ και 20 χρόνια με το όνομα θεραπεία μέσω σοκ, είχαν τα γνωστά αποτελέσματα σε ορισμένες χώρες του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ και από τότε η οικονομική θεωρία τονίζει συνεχώς τη σημασία των θεσμών. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα βυθίζεται σε μια επικίνδυνη κοινωνική κρίση και πολιτική αστάθεια. Ολα αυτά δεν φαίνεται να έχουν προκαλέσει καμιά αμφιβολία στους υπευθύνους που καθορίζουν τον ρυθμό των αλλαγών. Είναι επείγον να αναγνωρίσουν σήμερα τα λάθη τους και να τροποποιήσουν αναλόγως τις πράξεις τους.
Από την εφημερίδα “Δημοκρατία” 
Σημειώσεις: (1). Δηλαδή το έλλειμμα διορθωμένο από την επίδραση, ισχυρά αρνητική, του κύκλου της οικονομικής δραστηριότητας.
(2). OECD Public Governance Reviews: Greece – Review of the Central Administration. OECD, Paris, 2011.
(3). Με την εξαίρεση της δημοσιονομικής διαχείρισης και της διαχείρισης του Προϋπολογισμού, τις οποίες διαχειρίστηκε εξ ολοκλήρου η τρόικα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου