Κινούμενη άμμο θυμίζει το πολιτικό σκηνικό λίγες μόλις μέρες πριν από την προκήρυξη των εκλογών. Οι προβλέψεις είναι αβέβαιες και οι εκτιμήσεις αποτελούν ρίσκο καθώς κανείς δεν ξέρει -ούτε καν οι ειδικοί των δημοσκοπήσεων- πού τελικά θα «καθίσει» το εκλογικό αποτέλεσμα.
Όπως επισημαίνουν οι αναλυτές, ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν διαμορφώνονταν ακόμα τάσεις τόσο κοντά στις κάλπες και υπογραμμίζουν ότι δύο σημαντικοί παράγοντες θα ξεκλειδώσουν το μυστικό της αυτοδυναμίας: το ποσοστό της αποχής και η υψηλή απροσδιόριστη στάση.
Σ’ αυτό το κλίμα πρωτοφανούς ρευστότητας, οι συσπειρώσεις και μετακινήσεις των δύο κύριων κομμάτων που είχαν συγκεντρώσει αθροιστικά το 77,4% των έγκυρων ψήφων στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές του 2009 (43,9% το ΠΑΣΟΚ και 33,5% η Ν.Δ.) δίνουν σήμερα τον τόνο των τάσεων. Κύριο όμως χαρακτηριστικό είναι η αμφισημία που προκύπτει ως προς το ποιες είναι οι πραγματικές τάσεις.
Διαφορετικές εταιρίες δημοσκοπήσεων καταγράφουν διαφορετικά στοιχεία, με σημαντική απόκλιση μεταξύ τους, ενώ δεν είναι ασυνήθιστο ακόμα και τα στοιχεία ερευνών των ίδιων εταιριών να αποκλίνουν σημαντικά από εβδομάδα σε εβδομάδα, γεγονός που επιτείνει τη σύγχυση και τις διαστάσεις της «κινούμενης άμμου» για την οποία μιλούν οι ερευνητές των δημοσκοπήσεων.
Εστιάζοντας στην τωρινή συμπεριφορά των ψηφοφόρων της Ν.Δ., όπως προκύπτει από δύο έρευνες που δημοσιεύτηκαν πριν από μία εβδομάδα, της εταιρίας MRB και της εταιρίας Marc, προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της MRB, η συσπείρωση των ψηφοφόρων της Ν.Δ. καταγράφεται στο 61,5% με το 12,1% να καταχωρίζεται στην απροσδιόριστη στάση (αναποφάσιστοι, αποχή, άκυρο, λευκό) ενώ περίπου 1 στους 4 (26,4%) δηλώνει ότι μετακινείται σε άλλο κόμμα. Σχεδόν αντίστοιχη μετακίνηση (27,5%) καταγράφεται και στα στοιχεία της εταιρίας Marc, όπου διαφέρει όμως σημαντικά το ποσοστό συσπείρωσης (43,4%), όπως φυσικά και η απροσδιόριστη στάση η οποία εμφανίζεται στο πολύ ψηλό 29,1%.
Το πιθανότερο, σύμφωνα με τους εκλογικούς αναλυτές, είναι βέβαια η υψηλή απροσδιόριστη στάση να «κρύβει» ένα αξιόλογο ποσοστό που εκ των πραγμάτων θα συσπειρωθεί ξανά στη Ν.Δ. Το σίγουρο είναι πάντως ότι η Ν.Δ. φαίνεται να έχει αυτή τη στιγμή τις μεγαλύτερες απώλειες προς το νέο κόμμα του Πάνου Καμμένου και ακολουθούν η Δημοκρατική Συμμαχία της Ντόρας Μπακογιάννη με 3,1% ή 4,8%, η Χρυσή Αυγή με 4,5% ή 2,2%, η Δημοκρατική Αριστερά με 2,8% ή 2,2% και ο ΛΑ.Ο.Σ. με μόλις 1,4% ή 1,1%. Διάφορα άλλα κόμματα (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ, Οικολόγοι κ.λπ.) συγκεντρώνουν αθροιστικά την προτίμηση του 8,5% ή 6,2% των ψηφοφόρων της Ν.Δ.
Σημαντικές «διαφωνίες» ανάμεσα στις δύο εταιρίες υπάρχουν και στην καταγραφή της αντίστοιχης διασποράς των πρώην ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Marc, το εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ εμφανίζεται περίπου τριχοτομημένο ανάμεσα στη συσπείρωση (29,3%), στην απροσδιόριστη στάση (35,5%) και τις μετακινήσεις (35,2%). Στην έρευνα της MRB, αντίθετα, το μισό εκλογικό σώμα του ΠΑΣΟΚ (49%) εμφανίζεται να μετακινείται σε άλλο κόμμα, με την απροσδιόριστη στάση να καταγράφεται μόλις στο 19% και η συσπείρωση στο 32%. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η Δημοκρατική Αριστερά του Φ. Κουβέλη λαμβάνει τη μερίδα του λέοντος των μετακινήσεων με 14,2% ή 11,9%. Ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ με 6,3% ή 4,7% και μετά η Ν.Δ. με 3,9% ή 5,2%, χωρίς να αγνοείται η αξιόλογη επίσης μετακίνηση των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ προς τους Ανεξάρτητους Έλληνες κατά 5,4% ή 3,6%. Η παρουσία δηλαδή του νέου κόμματος του Π. Καμένου σχηματίζει μια συνολική μετακίνηση της τάξης του 9%-10% των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ σε δεξιόστροφη κατεύθυνση, γεγονός που εμποδίζει τελικά τη Ν.Δ. να εισπράξει μόνη της τη μετακίνηση αυτή, όπως πάνω-κάτω έδειχναν άλλωστε οι δημοσκοπήσεις πριν από την εμφάνιση του νέου κόμματος. Κατά τα λοιπά, ένα όχι ασήμαντο μέρος των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ μετακινείται και στο ΚΚΕ (4,5% ή 3,4%), όπως και στους Οικολόγους-Πράσινους κατά 1,8%-1,9%.
Είναι σαφές, επισημαίνουν οι ειδικοί των δημοσκοπήσεων, ότι οι τελικές τάσεις δεν έχουν ακόμα σχηματοποιηθεί, ούτε καν μπορούν να θεωρηθούν «βέβαιες», δεδομένου, όπως τονίζουν οι εκλογολόγοι, ότι οι τρέχουσες καταγραφές των δημοσκοπήσεων αξιολογούνται από ένα πολύ χαμηλό «δείκτη βεβαιότητας ψήφου» που δεν ξεπερνά το 50%. Δηλαδή, μόνο ο 1 στους 2 όσων απαντούν στο ερώτημα της πρόθεσης ψήφου δηλώνει παράλληλα ότι είναι «βέβαιος» για την επιλογή που δήλωσε. Οι εκλογολόγοι σημειώνουν μάλιστα ότι ποτέ άλλοτε δεν είχαμε στην Ελλάδα τόσο χαμηλή βεβαιότητα ψήφου η οποία τους τελευταίους μήνες πριν από τις βουλευτικές εκλογές μετριόταν πάντοτε πάνω από το 80% (8 στους 10).
Η σημασία και ο ρόλος της αποχής
Οι τρέχουσες τάσεις δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει ούτε καν το αναμενόμενο ποσοστό αποχής από τις εκλογές. Οι αναλυτές γνωρίζουν βέβαια ότι σημαντικό μέρος της απροσδιόριστης στάσης αποτελείται από τη δηλούμενη στάση αποχής, αλλά τα δεδομένα των δημοσκοπήσεων ποικίλλουν πάλι ως προς την ένταση του φαινομένου. Οι ενδείξεις που υπάρχουν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το εκλογικό σώμα των επόμενων εκλογών μπορεί να είναι κατά 10% μικρότερο από αυτό του 2009 (περίπου 6,2 εκατομμύρια ψήφοι), χωρίς όμως να αποκλείονται και άλλες παραλλαγές, μικρότερης ή και ακόμα μεγαλύτερης αποχής. Η αποχή δηλαδή αποτελεί ακόμα έναν αστάθμητο παράγοντα των εκλογών, που έχει όμως μεγάλη σημασία. Όπως φαίνεται στον πίνακα, για παράδειγμα, μία αποχή κατά 10% αυξημένη σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές μπορεί να εξασφαλίσει την κοινοβουλευτική παρουσία με 3,1% σ’ ένα κόμμα που ο αριθμός των ψήφων του στα έγκυρα των προηγούμενων εκλογών θα το άφηνε απέξω με 2,8%.
Αντίστοιχα, ένα κόμμα με δύναμη που αντιστοιχεί στο 10% των προηγούμενων εκλογών θα εμφανιζόταν σήμερα με δύναμη της τάξης του 12% (11,8%), αν η αποχή αυξανόταν κατά 15%, ενώ στην ίδια περίπτωση η δύναμη του 30% στις προηγούμενες εκλογές θα εμφανιζόταν σήμερα με 35,3% κοντά στα όρια της αυτοδυναμίας….
Eκλογές σε πρωτόγνωρες συνθήκες
Σύμφωνα με τον Γ. Αράπογλου (Γεν. διευθυντή της Pulse RC) η παρατηρούμενη (προς το παρόν) δημοσκοπική «αδυναμία» των δύο μεγάλων κομμάτων οφείλεται στη μέτρια για τη Νέα Δημοκρατία και στη χαμηλή για το ΠΑΣΟΚ συσπείρωση των ψηφοφόρων τους (των εκλογών του 2009) – αλλά και στις μειωμένες «εισροές» προς αυτούς, από άλλα κόμματα. Κατά το παρελθόν, οι «αποσυσπειρωμένοι» ψηφοφόροι τους παρέμεναν, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αναποφάσιστοι ή μετακινούνταν από το ένα μεγάλο κόμμα στο άλλο.
Από την άλλη πλευρά, ούτε η πορεία των «μικρότερων» ή νεότερων σχηματισμών είναι εύκολη. Η διατήρηση των (προτιθέμενων) ψηφοφόρων μέχρι την ημέρα της κάλπης είναι πιο δύσκολη από την πρόσκαιρη προσέλκυσή τους. Δεν αρκεί μόνο η γενικόλογη αντιμνημονιακή ρητορική ούτε η –δικαιολογημένη- καταγγελία της προβληματικής εικόνας της σημερινής πολιτικής σκηνής. Χρειάζονται συγκεκριμένες, ουσιαστικές και τεκμηριωμένες προτάσεις για την επομένη των εκλογών.
Διαφορετικά, κινδυνεύουν να «συμπιεστούν» μελλοντικά κάτω από το βάρος του βασανιστικού προβληματισμού για το αν υπάρχει άλλη (καλύτερη) λύση. Ακόμα και αν επωφεληθούν της πιθανής έκφρασης διαμαρτυρίας και θυμού, καταγράφοντας αξιόλογα ποσοστά, σ’ αυτή την εκλογική αναμέτρηση…
Αβέβαιο τοπίο
Σύμφωνα με τον Π. Σταθόπουλο, ειδικό εκλογικό αναλυτή οι δημοσκοπήσεις των ημερών, όσο κι αν προσπαθούν να ανιχνεύσουν το πιθανό εκλογικό τοπίο, ανακαλύπτουν για την ώρα ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και αβέβαιο πεδίο. Παρότι είναι σαφές ότι τα δύο κύρια κόμματα του εκλογικού ανταγωνισμού (ιδίως το ΠΑΣΟΚ) -που αντιπροσωπεύουν το 77% του προηγούμενου εκλογικού σώματος- εμφανίζονται με περιορισμένες συσπειρώσεις και συνακόλουθα σημαντικές μετακινήσεις σε άλλα κόμματα, η υψηλή απροσδιόριστη στάση, σε συνδυασμό με την πολύ χαμηλή βεβαιότητα ψήφου (πόσο σίγουροι είναι οι ψηφοφόροι για την απάντηση που έδωσαν στη δημοσκοπική ερώτηση της πρόθεσης ψήφου), θέτει σε αμφιβολία το αρχικό συμπέρασμα. Ολα μαζί συνθέτουν τελικά ένα αβέβαιο πεδίο που εκδηλώνεται και με σημαντικές αποκλίσεις των ευρημάτων ανάμεσα στις εταιρίες, αν όχι και ανάμεσα σε διαφορετικές έρευνες της ίδιας εταιρίας έπειτα από λίγες ημέρες.
Η εμφάνιση νέων κομμάτων, και γενικότερα η κομματική πολυδιάσπαση που εμφανίζεται, φιλοδοξεί να εκφράσει την αναμφισβήτητη δυσαρέσκεια των πολιτών για τα συνεχή μέτρα που απορρέουν από τις δανειακές συμβάσεις της χώρας. Περίπου αθόρυβα όμως συντελούνται ήδη και άλλες μεταβολές, ορατές σιγά σιγά στα ευρήματα των δημοσκοπήσεων, που απορρέουν από το -κυρίαρχο πάντα- αίσθημα αυτοσυντήρησης και επιβίωσης της χώρας. Όσο κι αν φαντάζει ως «προφανές», το λεγόμενο «υπέρ ή κατά του Μνημονίου» πιθανότατα δεν θα αποτελέσει το κυρίαρχο διακύβευμα των εκλογών. Η πειστική διαχειριστική ικανότητα και η αλήθεια για την πραγματική κατάσταση της χώρας είναι ο μόνος τρόπος που μπορεί να συλλέξει μαζικά τις ψήφους της μεγάλης πλειοψηφίας.
Κατερίνα Κατσαβού στον ‘Τύπο της Κυριακής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου