Όποιος πιστεύει και έχει ελπίδες ότι η χώρα αυτή θα σωθεί ας διαβάσει την παρακάτω είδηση και θα καταλάβει γιατί η Ελλάδα δεν έχει καμιά σωτηρία. Γιατί δεν μπορούμε να ελπίζουμε πώς θα γίνει μια κανονική χώρα, με κανονικούς ανθρώπους που βλέπει φως στο τούνελ.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου, η Lady G που μεγαλούργησε στην Ελλάδα της χλιδής, τότε που τα λεφτά υπήρχαν και ξοδεύονταν αφειδώς, δηλώνει ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και ότι είναι… απέναντι στο σύστημα.
Όχι, δεν κάνετε λάθος η Γιάννα είναι που είχε γράψει στο βιβλίο της ότι χαιρετούσε τον κόσμο στο Σύνταγμα μέσα από το αυτοκίνητό της και δεν φοβήθηκε να βγάλει το χέρι έξω αν και μπορεί ο λαός να της έκλεβε τα χρυσαφικά.
«Είμαι απέναντι στο σύστημα», λέει η Γιάννα Αγγελοπούλου, στην πρώτη συνέντευξή της μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην «Καθημερινή». Αποκαλύπτει ότι παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον ΣΥΡΙΖΑ και δηλώνει ότι ευχαρίστως θα ψήφιζε ένα κόμμα που φέρνει μία νέα αντίληψη για τα πράγματα.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου δηλώνει επίσης ότι αν και πολιτεύτηκε με τη Νέα Δημοκρατία, ποτέ δεν ήταν εγκλωβισμένη στο κόμμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η διαδρομή μου είναι το άθροισμα μικρών αντιδράσεων και μικρών επαναστάσεων».
Λέει ακόμη ότι παρακολουθεί με ενδιαφέρον την πορεία κι άλλων κομμάτων, όπως του Σταύρου Θεοδωράκη και επισημαίνει: «Ελπίζω σε οτιδήποτε είναι νέο και κινεί τα πράγματα προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που υπάρχει τώρα και η οποία δεν είναι καλή». «Οι άνθρωποι αυτής της χώρας», προσθέτει η κ. Αγγελοπούλου, «βλέπουν πώς τους συμπεριφέρεται το πολύπλοκο πολιτικο- μιντιακό- επιχειρηματικό σύστημα και δεν είναι ευχαριστημένοι. Οτιδήποτε τέτοιο νέο θα πίστευε ο κόσμος ότι μπορεί να κινήσει τα πράγματα διαφορετικά, θα το ψήφιζα. Θα ψήφιζα για να έρθει αυτό το νέο».
Στο ερώτημα αν την ενδιαφέρει η προεδρία της Δημοκρατίας απαντά: «Δεν υπάρχει περίπτωση ούτε μία στο εκατομμύριο να μου το ζητήσουν. Θα ήταν σουρεαλιστικό αν το έκαναν. Το σύστημα σκέφτεται και χειρίζεται τα πράγματα τελείως διαφορετικά, από τη δική μου αντίληψη- για αυτό λέω ότι είμαι απέναντί τους. Αλλά φυσικά θα εξακολουθήσω να σκέφτομαι να μιλάω και να γράφω».
Τέλος, στο ερώτημα για το ρόλο της διαπλοκής στη χώρα δηλώνει: «Όταν βλέπουμε επιχειρηματικές επιδιώξεις να συνδέονται με πολιτικές επιδιώξεις, εκεί θα πρέπει να χτυπά ο συναγερμός».
Προσέξτε, η Γιάννα τα λέει αυτά, δεν τα λέει κανένας βιοπαλαιστής. Να τρελαίνεσαι δηλαδή τελείως. Έγινε και η Γιάννα αντισυστημική. Πληρώνουμε τις σπατάλες της, τους μεγαλοϊδεατισμούς της κυρίας, του Σημίτη και του Βενιζέλου και μιλάει κιόλας. Μας φόρτωσε απίστευτα χρέη με τα λεφτά που σκόρπιζε από εδώ κι από εκεί. Για τα χρήματα που έδωσε για να φτιάξει το δικό της προφίλ. Τι να λέμε τώρα.
Και τώρα δεν της αρέσει το σύστημα μέρος της οποία και η ίδια είναι. Με τα λεφτά τα δικά μας έκανε καριέρα η Γιάννα και βεβαίως με την ανοχή των κυβερνήσεων που την ξεσκόνιζαν μη χάσει η Βενετιά βελόνα.
Πέτυχε και διοργάνωσε καλούς Ολυμπιακούς, θα πει κάποιος. Ναι, με τα 20 και πλέον δισ. που ξοδεύτηκαν και ο ζητιάνος στην Ομόνοια καλούς Αγώνες θα διοργάνωνε. Μην τρελαθούμε κιόλας, με το χρέος που μας φόρτωσαν για 100 χρόνια πετύχαμε να διοργανώσουμε το μεγαλύτερο έγκλημα, πολιτικό και οικονομικό. Και ένας από τους θύτες είναι η κ. Αγγελοπούλου που τώρα θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά από την άλλη γιατί να μην το κάνει; Όλη η σάρα και η μάρα έχει μαζευτεί στην Κουμουνδούρου. Εφοπλιστές, επιχειρηματίες, κρατικοδίαιτα λαμόγια έχουν αγκαλιάσει τον Τσίπρα. Ο οποίος θα πρέπει να είναι χαρούμενος αφού θα έχει και μια… αριστοκρατική εσάνς αφού πλέον κέρδισε και τη Γιάννα.
Άραγε όλοι αυτοί οι μεγαλόσχημοι με τις φουσκωμένες τσέπες βοηθούν και με άλλους τρόπους τον ΣΥΡΙΖΑ;
Διαβάστε τώρα μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της με τίτλο My Greek Drama για να καταλάβετε και το δικό μας… δράμα ακούγοντας τη Γιάννα να γίνεται τιμητής των πάντων. Άσε μας κυρία μου στον πόνο μας.
Για το λαό της Αθήνας
Στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο έγινε αναφορά στο βιβλίο της «My Greek Drama» και συγκεκριμένα στο απόσπασμα που αναφερόταν στη βραδιά του τελικού του Euro 2004, όταν η Γιάννα Αγγελοπούλου βρέθηκε τυχαία στο Σύνταγμα και περικύκλωσαν το αυτοκίνητό της δεκάδες άτομα που πανηγύριζαν.
«Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα εκατοντάδες χέρια. Ήξερα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για μένα ή το δαχτυλίδι που φορούσα» ανέφερε, με κυνικό τρόπο, προκαλώντας μία ακόμη φορά το κοινό αίσθημα.
Για την γνωριμία της με τον Θ. Αγγελόπουλο
«Την Κυριακή το πρωί [...] προχωρούσα σπρώχνοντας, εκατοστό το εκατοστό, λέγοντας “συγγνώμη, συγγνώμη” έως ότου κατάφερα να περάσω μέσα στην εκκλησία (σ.σ.: του Αγίου Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως). Τελικά μπόρεσα να βρω ένα εξαιρετικό σημείο από όπου, όρθια, θα μπορούσα να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα. Στάθηκα ακριβώς απέναντι από το σόι των Αγγελόπουλων, στο οποίο, εννοείται, συμπεριλαμβανόταν ο Θόδωρος. Προς ενόχλησίν μου, έμοιαζε να έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω μου καθώς έπαιρνα τη θέση μου. Όταν άρχισε η τελετή, προσπάθησα να μην τον κοιτάζω. Κατά διαστήματα όμως έριχνα κλεφτές ματιές μέσα στην εκκλησία και δεν υπήρξε ούτε μία φορά που ο Θόδωρος δεν κοιτούσε κι εκείνος εμένα», εξιστορεί η ίδια και συνεχίζει: «Όπως φάνηκε, θα έριχνα πολλές ματιές, διότι -όπως περίμενα- η τελετή ήταν πολύ μεγάλης διάρκειας. Μέσα στον ναό έκανε ζέστη, υπήρχε συνωστισμός και ο αέρας ήταν βαρύς από το λιβάνι που καιγόταν. Ύστερα από τρεις ώρες ορθοστασίας, με το στομάχι μου εντελώς άδειο, άρχισα να ζαλίζομαι. Φοβόμουν ότι η επιθυμία που είχα να με δουν οι συνάδελφοί μου βουλευτές θα ικανοποιούνταν και με το παραπάνω εάν λιποθυμούσα και με μετέφεραν έξω από τον ναό. Προσπάθησα να μαζέψω τα υπολείμματα των δυνάμεών μου και ανοίγοντας δρόμο σπρώχνοντας προς τα πίσω βρήκα τις συζύγους κάποιων υπουργών που έδειξαν περισσότερη κατανόηση. Σήκωσαν από τη θέση του έναν ηλικιωμένο βουλευτή και με έβαλαν να καθίσω στο κάθισμά του και, σαν να συνέβη θαύμα μέσα στην εκκλησία, μου βρήκαν και λίγο νερό για να πιω. Έως τη στιγμή που η τελετή τελείωσε, περίπου μισή ώρα αργότερα, είχα συνέλθει» Η ίδια ωστόσο αποκαλύπτει ακόμη ότι: «καθώς έφευγα από την εκκλησία συνάντησα έναν διακεκριμένο πρέσβυ, τον Χρήστο Μαχαιρίτσα, ο οποίος με ρώτησε τι μου είχε συμβεί προηγουμένως. Του είπα την αλήθεια, δηλαδή ότι ένιωσα να χάνω τις δυνάμεις μου και φοβήθηκα ότι θα λιποθυμούσα. “Κυρία Δασκαλάκη”, μου είπε εκείνος, “εάν ήμουν στη θέση σας και ο κύριος Αγγελόπουλος με κάρφωνε τόσο έντονα με τα μάτια του, ακόμη κι εγώ θα είχα λιποθυμήσει”.
Για τις μίνι φούστες
«Κυνήγησα τις νεαρές κοπέλες στο γραφείο μου που φορούσαν μίνι φούστες, ντύνονταν casual και, ορισμένες φορές, προκλητικά. Δεν είχα ξεχάσει ότι και εγώ η ίδια κάποτε φορούσα μόνο μίνι. Και δεν ήμουν υπερβολική προσπαθώντας να αποτρέψω οποιεσδήποτε περισπάσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυτές οι κυρίες στο γραφείο. Υποτίθεται ότι και αυτές ήταν μέρος της ομάδας μας, η οποία εξέπεμπε επαγγελματισμό και υψηλές προδιαγραφές.
Αργότερα, καθώς απέμενε λιγότερο από ένας χρόνος έως τους Ολυμπιακούς, τόλμησα να συστήσω στις γυναίκες υπαλλήλους ότι η συγκεκριμένη στιγμή ήταν ακατάλληλη για να μείνουν έγκυες. Αυτό δεν ήταν ζήτημα δικαιωμάτων της γυναίκας. Ήταν η διατύπωση ενός γεγονότος ή, τουλάχιστον, μιας αποστολής. [...] Εάν κάποιος ή κάποια υπάλληλος που κατείχε σημαντική θέση δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του/της, θα ήταν αδύνατον για την Οργανωτική Επιτροπή να λειτουργήσει σωστά. Έτσι, ενώ στέλναμε λουλούδια και ευχές σε γυναίκες που τεκνοποίησαν κατά την περίοδο των Αγώνων, τις είχαμε αντικαταστήσει έγκαιρα, υπολογίζοντας το διάστημα που δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε μας».
Τα όνειρά της
Στόχος ζωής: Να γίνει πρέσβειρα
«Δεν διάβαζα απλώς βιβλία. Τα καταβρόχθιζα. Μελετούσα ιστορία και συνειδητοποίησα πώς τα άτομα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Άρχισα να διαβάζω εφημερίδες και να παρακολουθώ τις αλλεπάλληλες μεταβολές στις συμμαχίες ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και άλλα κράτη. Μία λέξη ειδικά καρφώθηκε στο μυαλό μου: Πρέσβης. Οι πρέσβεις ήταν οι παίκτες που είχαν τον πλέον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας των εθνών. Κρατούσαν μυστικά έγγραφα, διαπραγματεύονταν για συμφωνίες και άλλαζαν τον ρου της ιστορίας. Αποφάσισα ότι αυτό ήταν που ήθελα να γίνω: Μια πρέσβειρα.
Σε όποιον μιλούσα γι’αυτό μου το όνειρο, με κορόιδευε. «Είσαι τρελή;» μού έλεγε ο ελληνικός χορός της τραγωδίας. «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, εκτός και εάν ανήκεις σε κάποια οικογένεια με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, η οποία να έχει ήδη κάποιον -έναν πατέρα, έναν παππού ή, τουλάχιστον, έναν θείο- που να είναι ήδη πρέσβης. Και σε όλα όσα έχεις διαβάσει με τόση προσοχή» με τσίγκλαγε ο ίδιος χορός, «έχεις εντοπίσει ποτέ γυναίκες πρέσβειρες που κρατούν αυτά τα έγγραφα ή που υπογράφουν τις διακρατικές συμφωνίες;».
Η ιστορία, πράγματι, συνηγορούσε. Η Ελλάδα διόρισε την πρώτη γυναίκα πρέσβειρα μόλις το 1986.
Ένιωθα ότι, όπως και ο πατέρας μου, πρώτα και πριν από όλα ήμουν πατριώτισσα και η ύψιστη ευτυχία μου θα ήταν να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον ελληνικό λαό. Ονειρευόμουν να πετύχω κάτι μνημειώδες, κάτι ιστορικής σημασίας για τη χώρα μου. Και αυτό παρέμεινε το όνειρό μου έως ότου είχε πλέον εκπληρωθεί.
Ο πατέρας μου έζησε έως το 1991. Με είδε να εκλέγομαι στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας και κατόπιν στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόλαβε να με δει να παντρεύομαι και να γίνομαι μέλος μιας από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες της Ελλάδας. Λυπάμαι που δεν έζησε την τελετή του 1998 όταν, αφού είχα ηγηθεί της εκστρατείας για την επάνοδο των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, η Ελλάδα με τίμησε με τον τίτλο της πρέσβειρας».
Η σχέση με τους καθηγητές
«Στο πρώτο έτος [σσ: στη νομική Θεσσαλονίκης] δεν πέρασα στα μισά μαθήματα και αναγκάστηκα να αφιερώσω ολόκληρο το καλοκαίρι στο διάβασμα, έτσι ώστε να δώσω ξανά εξετάσεις και να μπορέσω να προχωρήσω με τις προπτυχιακές μου σπουδές.
Θα γινόμουν πολύ πιο επιμελής φοιτήτρια έκτοτε και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, πιο αποφασιστική στο πώς να ελίσσομαι στο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Όποτε δυσκολευόμουν με τα μαθήματα, πήγαινα και έβρισκα τους καθηγητές εκτός αίθουσας διδασκαλίας, ακόμη και για να τους ικετεύσω, να μου δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία ή για να μου αναθέσουν επιπλέον εργασίες ώστε να βελτιώσω τους βαθμούς μου.
Ήμουν έξυπνη, παθιασμένη και ανυπόμονη. Ήξερα επίσης ότι τα θέλγητρά μου έπιαναν μια χαρά στους άντρες καθηγητές (και σε κάποιες γυναίκες, επίσης). Κάποιοι, βέβαια, θα έκριναν ότι το να χρησιμοποιεί κάποιος τη γοητεία του δεν συνιστά και τόσο γοητευτική συμπεριφορά. Στην πράξη όμως για μένα αυτό ήταν ένα μάθημα βγαλμένο από την πραγματική ζωή για το πώς λειτουργεί το σύστημα, ένα μάθημα που αποδείχθηκε ανεκτίμητης αξίας αργότερα, όταν θα χρειαζόταν να ελιχθώ σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο, πολιτικό έδαφος».
Στο γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου
«Αποφάσισα να προσεγγίσω έναν πολύ γνωστό Αθηναίο δικηγόρο, το Νώντα Ζαφειρόπουλο για να εργαστώ στο γραφείο του ως ασκούμενη. Παρόλο που ο Ζαφειρόπουλος δεν είχε μεγάλο γραφείο -είχε μόνο τέσσερις συνεργάτες- είχε να επιδείξει πολύ σημαντικό πελατολόγιο και ήταν κάτι περισσότερο από καλά δικτυωμένος στην ισχυρή ελίτ της Αθήνας. Εκτός αυτού, είχε κερδίσει με αγώνα τη φήμη δικηγόρου που πολύ δύσκολα χάνει στο δικαστήριο. Όμως εγώ δεν είχα καθόλου διασυνδέσεις και το ερώτημα ήταν πώς θα κατάφερνα να γίνω δεκτή για μια ακρόαση από εκείνον. [...]
Όταν τελικά μπόρεσα να δω τον Ζαφειρόπουλο, είχε ήδη μάθει το πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον πείσω να με δεχτεί και ήταν το είδος εκείνο της προσπάθειας που θα αποδεικνυόταν αρετή, όπως είπε εκείνος, για έναν νέο δικηγόρο. Είχε εντυπωσιαστεί επίσης με ό,τι είχα καταφέρει έως εκείνη τη στιγμή και με τη νοοτροπία μου που έλεγε ότι εάν κάτι μπορεί να γίνει, θα το έκανα. Συμφώνησε να με προσλάβει, δίνοντάς μου μία από τις επίζηλες θέσεις των ασκουμένων στο γραφείο του. [...] Στην πορεία φάνηκα ιδιαίτερα χρήσιμη στο δικαστήριο και σε κυβερνητικά γραφεία όπου κατά κανόνα οι δικηγόροι πολύ συχνά βάλτωναν σε μεγάλες καθυστερήσεις οι οποίες προέκυπταν από τις αναπόφευκτες αναζητήσεις εγγράφων. Τα αρχεία ήταν σε χαοτική κατάσταση και, στην προϊστορική εποχή πριν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η διαδικασία ήταν μακρόσυρτη και συχνά ατελέσφορη.
Οι γραφειοκράτες σε αυτά τα γραφεία είχαν τη φήμη ανθρώπων που φέρονταν απότομα και προέβαλλαν επίτηδες εμπόδια. Φρόντισα ιδιαίτερα να φέρω στα νερά μου αυτούς τους τύπους που συνήθως ήταν το ανάθεμα του δικηγόρου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποιοι από αυτούς που θεωρούνταν ως οι πλέον σκληροί και δύσκολοι, προσφέρονταν να με εξυπηρετήσουν με πρωτόγνωρη προθυμία. Οι δικηγόροι στο γραφείο είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έχω θαυματουργές ικανότητες. Έτσι, ο πρώτος κάνονας έλεγε πλέον “εάν το θέλεις γρήγορα, στείλε τη Γιάννα. Ο δεύτερος ήταν: Εάν θέλεις να γίνει σωστά, ανάθεσέ το στη Γιάννα».
«[Πολλά χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1990] κατά μία ειρωνεία της τύχης, η παραίτησή μου από την πολιτική άνοιξε το δρόμο στο Νώντα Ζαφειρόπουλο, το δικηγόρο για λογαριασμό του οποίου είχα εργαστεί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Νομική, ο οποίος κέρδισε την έδρα μου στο Κοινοβούλιο. Κατ” αυτό τον τρόπο, από “χρυσό πουλέν” του γραφείου του, έγινα το “χρυσό άρμα” του για την πολιτική».
Η Γιάννα Αγγελοπούλου, η Lady G που μεγαλούργησε στην Ελλάδα της χλιδής, τότε που τα λεφτά υπήρχαν και ξοδεύονταν αφειδώς, δηλώνει ότι θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ και ότι είναι… απέναντι στο σύστημα.
Όχι, δεν κάνετε λάθος η Γιάννα είναι που είχε γράψει στο βιβλίο της ότι χαιρετούσε τον κόσμο στο Σύνταγμα μέσα από το αυτοκίνητό της και δεν φοβήθηκε να βγάλει το χέρι έξω αν και μπορεί ο λαός να της έκλεβε τα χρυσαφικά.
«Είμαι απέναντι στο σύστημα», λέει η Γιάννα Αγγελοπούλου, στην πρώτη συνέντευξή της μετά από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 στην «Καθημερινή». Αποκαλύπτει ότι παρακολουθεί με ενδιαφέρον τον ΣΥΡΙΖΑ και δηλώνει ότι ευχαρίστως θα ψήφιζε ένα κόμμα που φέρνει μία νέα αντίληψη για τα πράγματα.
Η Γιάννα Αγγελοπούλου δηλώνει επίσης ότι αν και πολιτεύτηκε με τη Νέα Δημοκρατία, ποτέ δεν ήταν εγκλωβισμένη στο κόμμα, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η διαδρομή μου είναι το άθροισμα μικρών αντιδράσεων και μικρών επαναστάσεων».
Λέει ακόμη ότι παρακολουθεί με ενδιαφέρον την πορεία κι άλλων κομμάτων, όπως του Σταύρου Θεοδωράκη και επισημαίνει: «Ελπίζω σε οτιδήποτε είναι νέο και κινεί τα πράγματα προς διαφορετική κατεύθυνση από αυτή που υπάρχει τώρα και η οποία δεν είναι καλή». «Οι άνθρωποι αυτής της χώρας», προσθέτει η κ. Αγγελοπούλου, «βλέπουν πώς τους συμπεριφέρεται το πολύπλοκο πολιτικο- μιντιακό- επιχειρηματικό σύστημα και δεν είναι ευχαριστημένοι. Οτιδήποτε τέτοιο νέο θα πίστευε ο κόσμος ότι μπορεί να κινήσει τα πράγματα διαφορετικά, θα το ψήφιζα. Θα ψήφιζα για να έρθει αυτό το νέο».
Στο ερώτημα αν την ενδιαφέρει η προεδρία της Δημοκρατίας απαντά: «Δεν υπάρχει περίπτωση ούτε μία στο εκατομμύριο να μου το ζητήσουν. Θα ήταν σουρεαλιστικό αν το έκαναν. Το σύστημα σκέφτεται και χειρίζεται τα πράγματα τελείως διαφορετικά, από τη δική μου αντίληψη- για αυτό λέω ότι είμαι απέναντί τους. Αλλά φυσικά θα εξακολουθήσω να σκέφτομαι να μιλάω και να γράφω».
Τέλος, στο ερώτημα για το ρόλο της διαπλοκής στη χώρα δηλώνει: «Όταν βλέπουμε επιχειρηματικές επιδιώξεις να συνδέονται με πολιτικές επιδιώξεις, εκεί θα πρέπει να χτυπά ο συναγερμός».
Προσέξτε, η Γιάννα τα λέει αυτά, δεν τα λέει κανένας βιοπαλαιστής. Να τρελαίνεσαι δηλαδή τελείως. Έγινε και η Γιάννα αντισυστημική. Πληρώνουμε τις σπατάλες της, τους μεγαλοϊδεατισμούς της κυρίας, του Σημίτη και του Βενιζέλου και μιλάει κιόλας. Μας φόρτωσε απίστευτα χρέη με τα λεφτά που σκόρπιζε από εδώ κι από εκεί. Για τα χρήματα που έδωσε για να φτιάξει το δικό της προφίλ. Τι να λέμε τώρα.
Και τώρα δεν της αρέσει το σύστημα μέρος της οποία και η ίδια είναι. Με τα λεφτά τα δικά μας έκανε καριέρα η Γιάννα και βεβαίως με την ανοχή των κυβερνήσεων που την ξεσκόνιζαν μη χάσει η Βενετιά βελόνα.
Πέτυχε και διοργάνωσε καλούς Ολυμπιακούς, θα πει κάποιος. Ναι, με τα 20 και πλέον δισ. που ξοδεύτηκαν και ο ζητιάνος στην Ομόνοια καλούς Αγώνες θα διοργάνωνε. Μην τρελαθούμε κιόλας, με το χρέος που μας φόρτωσαν για 100 χρόνια πετύχαμε να διοργανώσουμε το μεγαλύτερο έγκλημα, πολιτικό και οικονομικό. Και ένας από τους θύτες είναι η κ. Αγγελοπούλου που τώρα θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ.
Αλλά από την άλλη γιατί να μην το κάνει; Όλη η σάρα και η μάρα έχει μαζευτεί στην Κουμουνδούρου. Εφοπλιστές, επιχειρηματίες, κρατικοδίαιτα λαμόγια έχουν αγκαλιάσει τον Τσίπρα. Ο οποίος θα πρέπει να είναι χαρούμενος αφού θα έχει και μια… αριστοκρατική εσάνς αφού πλέον κέρδισε και τη Γιάννα.
Άραγε όλοι αυτοί οι μεγαλόσχημοι με τις φουσκωμένες τσέπες βοηθούν και με άλλους τρόπους τον ΣΥΡΙΖΑ;
Διαβάστε τώρα μερικά αποσπάσματα από το βιβλίο της με τίτλο My Greek Drama για να καταλάβετε και το δικό μας… δράμα ακούγοντας τη Γιάννα να γίνεται τιμητής των πάντων. Άσε μας κυρία μου στον πόνο μας.
Για το λαό της Αθήνας
Στο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο έγινε αναφορά στο βιβλίο της «My Greek Drama» και συγκεκριμένα στο απόσπασμα που αναφερόταν στη βραδιά του τελικού του Euro 2004, όταν η Γιάννα Αγγελοπούλου βρέθηκε τυχαία στο Σύνταγμα και περικύκλωσαν το αυτοκίνητό της δεκάδες άτομα που πανηγύριζαν.
«Ήμουν τόσο ενθουσιασμένη που άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα εκατοντάδες χέρια. Ήξερα ότι δεν υπήρχε κίνδυνος για μένα ή το δαχτυλίδι που φορούσα» ανέφερε, με κυνικό τρόπο, προκαλώντας μία ακόμη φορά το κοινό αίσθημα.
Για την γνωριμία της με τον Θ. Αγγελόπουλο
«Την Κυριακή το πρωί [...] προχωρούσα σπρώχνοντας, εκατοστό το εκατοστό, λέγοντας “συγγνώμη, συγγνώμη” έως ότου κατάφερα να περάσω μέσα στην εκκλησία (σ.σ.: του Αγίου Γεωργίου Κωνσταντινουπόλεως). Τελικά μπόρεσα να βρω ένα εξαιρετικό σημείο από όπου, όρθια, θα μπορούσα να παρακολουθήσω τα τεκταινόμενα. Στάθηκα ακριβώς απέναντι από το σόι των Αγγελόπουλων, στο οποίο, εννοείται, συμπεριλαμβανόταν ο Θόδωρος. Προς ενόχλησίν μου, έμοιαζε να έχει καρφωμένο το βλέμμα του πάνω μου καθώς έπαιρνα τη θέση μου. Όταν άρχισε η τελετή, προσπάθησα να μην τον κοιτάζω. Κατά διαστήματα όμως έριχνα κλεφτές ματιές μέσα στην εκκλησία και δεν υπήρξε ούτε μία φορά που ο Θόδωρος δεν κοιτούσε κι εκείνος εμένα», εξιστορεί η ίδια και συνεχίζει: «Όπως φάνηκε, θα έριχνα πολλές ματιές, διότι -όπως περίμενα- η τελετή ήταν πολύ μεγάλης διάρκειας. Μέσα στον ναό έκανε ζέστη, υπήρχε συνωστισμός και ο αέρας ήταν βαρύς από το λιβάνι που καιγόταν. Ύστερα από τρεις ώρες ορθοστασίας, με το στομάχι μου εντελώς άδειο, άρχισα να ζαλίζομαι. Φοβόμουν ότι η επιθυμία που είχα να με δουν οι συνάδελφοί μου βουλευτές θα ικανοποιούνταν και με το παραπάνω εάν λιποθυμούσα και με μετέφεραν έξω από τον ναό. Προσπάθησα να μαζέψω τα υπολείμματα των δυνάμεών μου και ανοίγοντας δρόμο σπρώχνοντας προς τα πίσω βρήκα τις συζύγους κάποιων υπουργών που έδειξαν περισσότερη κατανόηση. Σήκωσαν από τη θέση του έναν ηλικιωμένο βουλευτή και με έβαλαν να καθίσω στο κάθισμά του και, σαν να συνέβη θαύμα μέσα στην εκκλησία, μου βρήκαν και λίγο νερό για να πιω. Έως τη στιγμή που η τελετή τελείωσε, περίπου μισή ώρα αργότερα, είχα συνέλθει» Η ίδια ωστόσο αποκαλύπτει ακόμη ότι: «καθώς έφευγα από την εκκλησία συνάντησα έναν διακεκριμένο πρέσβυ, τον Χρήστο Μαχαιρίτσα, ο οποίος με ρώτησε τι μου είχε συμβεί προηγουμένως. Του είπα την αλήθεια, δηλαδή ότι ένιωσα να χάνω τις δυνάμεις μου και φοβήθηκα ότι θα λιποθυμούσα. “Κυρία Δασκαλάκη”, μου είπε εκείνος, “εάν ήμουν στη θέση σας και ο κύριος Αγγελόπουλος με κάρφωνε τόσο έντονα με τα μάτια του, ακόμη κι εγώ θα είχα λιποθυμήσει”.
Για τις μίνι φούστες
«Κυνήγησα τις νεαρές κοπέλες στο γραφείο μου που φορούσαν μίνι φούστες, ντύνονταν casual και, ορισμένες φορές, προκλητικά. Δεν είχα ξεχάσει ότι και εγώ η ίδια κάποτε φορούσα μόνο μίνι. Και δεν ήμουν υπερβολική προσπαθώντας να αποτρέψω οποιεσδήποτε περισπάσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν αυτές οι κυρίες στο γραφείο. Υποτίθεται ότι και αυτές ήταν μέρος της ομάδας μας, η οποία εξέπεμπε επαγγελματισμό και υψηλές προδιαγραφές.
Αργότερα, καθώς απέμενε λιγότερο από ένας χρόνος έως τους Ολυμπιακούς, τόλμησα να συστήσω στις γυναίκες υπαλλήλους ότι η συγκεκριμένη στιγμή ήταν ακατάλληλη για να μείνουν έγκυες. Αυτό δεν ήταν ζήτημα δικαιωμάτων της γυναίκας. Ήταν η διατύπωση ενός γεγονότος ή, τουλάχιστον, μιας αποστολής. [...] Εάν κάποιος ή κάποια υπάλληλος που κατείχε σημαντική θέση δεν μπορούσε να εκπληρώσει τα καθήκοντά του/της, θα ήταν αδύνατον για την Οργανωτική Επιτροπή να λειτουργήσει σωστά. Έτσι, ενώ στέλναμε λουλούδια και ευχές σε γυναίκες που τεκνοποίησαν κατά την περίοδο των Αγώνων, τις είχαμε αντικαταστήσει έγκαιρα, υπολογίζοντας το διάστημα που δεν θα μπορούσαν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε μας».
Τα όνειρά της
Στόχος ζωής: Να γίνει πρέσβειρα
«Δεν διάβαζα απλώς βιβλία. Τα καταβρόχθιζα. Μελετούσα ιστορία και συνειδητοποίησα πώς τα άτομα μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο. Άρχισα να διαβάζω εφημερίδες και να παρακολουθώ τις αλλεπάλληλες μεταβολές στις συμμαχίες ανάμεσα στην Τουρκία, την Ελλάδα, τη Βρετανία, τις ΗΠΑ και άλλα κράτη. Μία λέξη ειδικά καρφώθηκε στο μυαλό μου: Πρέσβης. Οι πρέσβεις ήταν οι παίκτες που είχαν τον πλέον κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της μοίρας των εθνών. Κρατούσαν μυστικά έγγραφα, διαπραγματεύονταν για συμφωνίες και άλλαζαν τον ρου της ιστορίας. Αποφάσισα ότι αυτό ήταν που ήθελα να γίνω: Μια πρέσβειρα.
Σε όποιον μιλούσα γι’αυτό μου το όνειρο, με κορόιδευε. «Είσαι τρελή;» μού έλεγε ο ελληνικός χορός της τραγωδίας. «Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται, εκτός και εάν ανήκεις σε κάποια οικογένεια με μεγάλη οικονομική επιφάνεια, η οποία να έχει ήδη κάποιον -έναν πατέρα, έναν παππού ή, τουλάχιστον, έναν θείο- που να είναι ήδη πρέσβης. Και σε όλα όσα έχεις διαβάσει με τόση προσοχή» με τσίγκλαγε ο ίδιος χορός, «έχεις εντοπίσει ποτέ γυναίκες πρέσβειρες που κρατούν αυτά τα έγγραφα ή που υπογράφουν τις διακρατικές συμφωνίες;».
Η ιστορία, πράγματι, συνηγορούσε. Η Ελλάδα διόρισε την πρώτη γυναίκα πρέσβειρα μόλις το 1986.
Ένιωθα ότι, όπως και ο πατέρας μου, πρώτα και πριν από όλα ήμουν πατριώτισσα και η ύψιστη ευτυχία μου θα ήταν να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον ελληνικό λαό. Ονειρευόμουν να πετύχω κάτι μνημειώδες, κάτι ιστορικής σημασίας για τη χώρα μου. Και αυτό παρέμεινε το όνειρό μου έως ότου είχε πλέον εκπληρωθεί.
Ο πατέρας μου έζησε έως το 1991. Με είδε να εκλέγομαι στο δημοτικό συμβούλιο της Αθήνας και κατόπιν στη Βουλή των Ελλήνων. Πρόλαβε να με δει να παντρεύομαι και να γίνομαι μέλος μιας από τις πιο διακεκριμένες οικογένειες της Ελλάδας. Λυπάμαι που δεν έζησε την τελετή του 1998 όταν, αφού είχα ηγηθεί της εκστρατείας για την επάνοδο των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, η Ελλάδα με τίμησε με τον τίτλο της πρέσβειρας».
Η σχέση με τους καθηγητές
«Στο πρώτο έτος [σσ: στη νομική Θεσσαλονίκης] δεν πέρασα στα μισά μαθήματα και αναγκάστηκα να αφιερώσω ολόκληρο το καλοκαίρι στο διάβασμα, έτσι ώστε να δώσω ξανά εξετάσεις και να μπορέσω να προχωρήσω με τις προπτυχιακές μου σπουδές.
Θα γινόμουν πολύ πιο επιμελής φοιτήτρια έκτοτε και, κάτι ακόμη πιο σημαντικό, πιο αποφασιστική στο πώς να ελίσσομαι στο περιβάλλον του πανεπιστημίου. Όποτε δυσκολευόμουν με τα μαθήματα, πήγαινα και έβρισκα τους καθηγητές εκτός αίθουσας διδασκαλίας, ακόμη και για να τους ικετεύσω, να μου δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία ή για να μου αναθέσουν επιπλέον εργασίες ώστε να βελτιώσω τους βαθμούς μου.
Ήμουν έξυπνη, παθιασμένη και ανυπόμονη. Ήξερα επίσης ότι τα θέλγητρά μου έπιαναν μια χαρά στους άντρες καθηγητές (και σε κάποιες γυναίκες, επίσης). Κάποιοι, βέβαια, θα έκριναν ότι το να χρησιμοποιεί κάποιος τη γοητεία του δεν συνιστά και τόσο γοητευτική συμπεριφορά. Στην πράξη όμως για μένα αυτό ήταν ένα μάθημα βγαλμένο από την πραγματική ζωή για το πώς λειτουργεί το σύστημα, ένα μάθημα που αποδείχθηκε ανεκτίμητης αξίας αργότερα, όταν θα χρειαζόταν να ελιχθώ σε ένα πολύ πιο επικίνδυνο, πολιτικό έδαφος».
Στο γραφείο του Νώντα Ζαφειρόπουλου
«Αποφάσισα να προσεγγίσω έναν πολύ γνωστό Αθηναίο δικηγόρο, το Νώντα Ζαφειρόπουλο για να εργαστώ στο γραφείο του ως ασκούμενη. Παρόλο που ο Ζαφειρόπουλος δεν είχε μεγάλο γραφείο -είχε μόνο τέσσερις συνεργάτες- είχε να επιδείξει πολύ σημαντικό πελατολόγιο και ήταν κάτι περισσότερο από καλά δικτυωμένος στην ισχυρή ελίτ της Αθήνας. Εκτός αυτού, είχε κερδίσει με αγώνα τη φήμη δικηγόρου που πολύ δύσκολα χάνει στο δικαστήριο. Όμως εγώ δεν είχα καθόλου διασυνδέσεις και το ερώτημα ήταν πώς θα κατάφερνα να γίνω δεκτή για μια ακρόαση από εκείνον. [...]
Όταν τελικά μπόρεσα να δω τον Ζαφειρόπουλο, είχε ήδη μάθει το πόσο πολύ είχα προσπαθήσει να τον πείσω να με δεχτεί και ήταν το είδος εκείνο της προσπάθειας που θα αποδεικνυόταν αρετή, όπως είπε εκείνος, για έναν νέο δικηγόρο. Είχε εντυπωσιαστεί επίσης με ό,τι είχα καταφέρει έως εκείνη τη στιγμή και με τη νοοτροπία μου που έλεγε ότι εάν κάτι μπορεί να γίνει, θα το έκανα. Συμφώνησε να με προσλάβει, δίνοντάς μου μία από τις επίζηλες θέσεις των ασκουμένων στο γραφείο του. [...] Στην πορεία φάνηκα ιδιαίτερα χρήσιμη στο δικαστήριο και σε κυβερνητικά γραφεία όπου κατά κανόνα οι δικηγόροι πολύ συχνά βάλτωναν σε μεγάλες καθυστερήσεις οι οποίες προέκυπταν από τις αναπόφευκτες αναζητήσεις εγγράφων. Τα αρχεία ήταν σε χαοτική κατάσταση και, στην προϊστορική εποχή πριν από τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, η διαδικασία ήταν μακρόσυρτη και συχνά ατελέσφορη.
Οι γραφειοκράτες σε αυτά τα γραφεία είχαν τη φήμη ανθρώπων που φέρονταν απότομα και προέβαλλαν επίτηδες εμπόδια. Φρόντισα ιδιαίτερα να φέρω στα νερά μου αυτούς τους τύπους που συνήθως ήταν το ανάθεμα του δικηγόρου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι κάποιοι από αυτούς που θεωρούνταν ως οι πλέον σκληροί και δύσκολοι, προσφέρονταν να με εξυπηρετήσουν με πρωτόγνωρη προθυμία. Οι δικηγόροι στο γραφείο είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι έχω θαυματουργές ικανότητες. Έτσι, ο πρώτος κάνονας έλεγε πλέον “εάν το θέλεις γρήγορα, στείλε τη Γιάννα. Ο δεύτερος ήταν: Εάν θέλεις να γίνει σωστά, ανάθεσέ το στη Γιάννα».
«[Πολλά χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1990] κατά μία ειρωνεία της τύχης, η παραίτησή μου από την πολιτική άνοιξε το δρόμο στο Νώντα Ζαφειρόπουλο, το δικηγόρο για λογαριασμό του οποίου είχα εργαστεί μόλις είχα αποφοιτήσει από τη Νομική, ο οποίος κέρδισε την έδρα μου στο Κοινοβούλιο. Κατ” αυτό τον τρόπο, από “χρυσό πουλέν” του γραφείου του, έγινα το “χρυσό άρμα” του για την πολιτική».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου