Για δεκαετίες, τη συντριπτική πλειονότητα των κομμάτων τη διαπερνούσαν οριζόντια οι πατριωτικές ιδέες. Στα ελληνοτουρκικά, στο Κυπριακό και στην ετήσια ψήφιση των αμυντικών δαπανών του Προϋπολογισμού, πάνω ή κάτω, υπήρχε ομοφωνία, με μικρές διαφοροποιήσεις. Ο σεβασμός στα εθνικά μνημεία και σύμβολα, στην εθνική ταυτότητα του λαού μας, στη συνέχεια της Ιστορίας του και στους ήρωές του ήταν κοινός τόπος για το σύνολο σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων και κυρίαρχος στον δημόσιο λόγο.
Υπήρχαν οι αναθεωρητές και αιρετικοί, κυρίως από τον χώρο της «ανανεωτικής Αριστεράς», αλλά ήταν στο περιθώριο του δημόσιου βίου, περιθωριακοί και καταγέλαστοι.
Επί του Σημιταρά του Κουρδοφάγου, αυτός ο βρόμικος αφρός βγήκε από τον πάτο, επιπλέει. Σιγά σιγά, χώθηκε στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, έλαβε ακόμη και κρατικές θέσεις, ή στο Κοινοβούλιο.
Αυτό, μαζί με την κρίση της οικονομίας, τη συνακόλουθη κρίση του πολιτικού συστήματος και την αυτοχειριαστική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, βάσει ατολμίας και ιδεοληψιών της «πολιτικής ορθότητας» και ενός ξέμπαρκου διεθνισμού, δημιούργησαν το θερμοκήπιο για την άνοδο της Ακροδεξιάς. Και όσο τα μεγάλα κόμματα θα απεμπολούν τον εθνικό λόγο, αυτή η άνοδος, με αρωγό τη φτωχοποίηση τόσων Ελλήνων, θα συνεχίζεται.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία τέτοια πολιτική παράδοση. Οργανώσεις του μεσοπολέμου, όπως τα Τρία Εψιλον (ΕΕΕ), το περιθωριακό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Σπύρου Μερκούρη και άλλα μορφώματα, ήσαν πάντοτε περιθωριακά. Ακόμη κι οι Γερμανοί εισβολείς απαξίωσαν να τους παραδώσουν την κολοβή κατοχική «κυβέρνηση» ή, έστω, να τους κάνουν εταίρους. Ακόμη και τα Τάγματα Ασφαλείας και το σύνολο του ένοπλου δωσιλογισμού δεν ήταν δημιούργημα της Ακρας Δεξιάς.
Δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχαν οι βενιζελικοί απότακτοι του 1935. Ούτε και μετεμφυλιακά είχαν κοινοβουλευτική τύχη ή οποιαδήποτε μετρήσιμη επιρροή στην κοινωνία. Τα δε φιλοχουντικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, όπως η Εθνική Παράταξη και η ΕΠΕΝ, ήταν απλώς εκφραστές ενός περιορισμένου κύκλου φανατικών υποστηρικτών που κάθε καθεστώς δημιουργεί, και γρήγορα απορροφήθηκαν από το πολιτικό σύστημα και διαλύθηκαν. Οι ηγέτες του αληθινού Κέντρου της Ιστορίας, που ουδεμία σχέση έχει με τον «μεσαίο χώρο», και της Δεξιάς δεν απεμπολούσαν την κοινωνική συνείδηση, ούτε τον πατριωτισμό. Και, αντίστοιχα, η ΕΔΑ τουλάχιστον, π.χ. στο Κυπριακό, δεν απεμπολούσε τη σθεναρή πατριωτική στάση, οπότε ακόμη και οι σκληρότεροι στις απόψεις τους είχαν πολιτικό χώρο «εντός των τειχών».
Αντίθετα, σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου τα φιλογερμανικά αισθήματα της Δεξιάς και το πνεύμα υποταγής της Αριστεράς στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ υπονόμευσαν την αντίσταση της χώρας στη γερμανική εισβολή, υπήρχαν ισχυρές ακροδεξιές οργανώσεις. Το δε κράτος του Βισί είναι μια σκοτεινή ιστορία, όπως το σύνολο της γαλλικής κατοχικής αντίστασης, διότι ο γαλλικός δωσιλογισμός είχε ντροπιαστικό εύρος. Και σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, όπου προπολεμικά το κόμμα των Ρεξιστών του μετέπειτα φανατικού ναζί Λεόν Ντεγκρέλ (ο Χίτλερ είχε πει γι' αυτόν τον εθελοντή στα Waffen SS ότι «αν είχα γιο, θα ήθελα να ήταν σαν τον Λεόν») πήρε σχεδόν 20%, υπήρχαν μετρήσιμα φασιστικού χαρακτήρα κόμματα.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, λοιπόν, υπάρχει αυτή η πολιτική παράδοση. Σ' εμάς όχι ακόμα. Κινδυνεύουμε, όμως, να τη δημιουργήσουμε, αν παράλληλα με την αντιστροφή των συνεπειών της κρίσης δεν αποκαταστήσουμε τον εθνικό λόγο και πράξη στην πλειονότητα των -αστικών, τουλάχιστον- πολιτικών δυνάμεων.
Υπήρχαν οι αναθεωρητές και αιρετικοί, κυρίως από τον χώρο της «ανανεωτικής Αριστεράς», αλλά ήταν στο περιθώριο του δημόσιου βίου, περιθωριακοί και καταγέλαστοι.
Επί του Σημιταρά του Κουρδοφάγου, αυτός ο βρόμικος αφρός βγήκε από τον πάτο, επιπλέει. Σιγά σιγά, χώθηκε στα πανεπιστήμια, στα ΜΜΕ, έλαβε ακόμη και κρατικές θέσεις, ή στο Κοινοβούλιο.
Αυτό, μαζί με την κρίση της οικονομίας, τη συνακόλουθη κρίση του πολιτικού συστήματος και την αυτοχειριαστική αντιμετώπιση της λαθρομετανάστευσης, βάσει ατολμίας και ιδεοληψιών της «πολιτικής ορθότητας» και ενός ξέμπαρκου διεθνισμού, δημιούργησαν το θερμοκήπιο για την άνοδο της Ακροδεξιάς. Και όσο τα μεγάλα κόμματα θα απεμπολούν τον εθνικό λόγο, αυτή η άνοδος, με αρωγό τη φτωχοποίηση τόσων Ελλήνων, θα συνεχίζεται.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία τέτοια πολιτική παράδοση. Οργανώσεις του μεσοπολέμου, όπως τα Τρία Εψιλον (ΕΕΕ), το περιθωριακό Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα του Σπύρου Μερκούρη και άλλα μορφώματα, ήσαν πάντοτε περιθωριακά. Ακόμη κι οι Γερμανοί εισβολείς απαξίωσαν να τους παραδώσουν την κολοβή κατοχική «κυβέρνηση» ή, έστω, να τους κάνουν εταίρους. Ακόμη και τα Τάγματα Ασφαλείας και το σύνολο του ένοπλου δωσιλογισμού δεν ήταν δημιούργημα της Ακρας Δεξιάς.
Δεν θα υπήρχαν, αν δεν υπήρχαν οι βενιζελικοί απότακτοι του 1935. Ούτε και μετεμφυλιακά είχαν κοινοβουλευτική τύχη ή οποιαδήποτε μετρήσιμη επιρροή στην κοινωνία. Τα δε φιλοχουντικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, όπως η Εθνική Παράταξη και η ΕΠΕΝ, ήταν απλώς εκφραστές ενός περιορισμένου κύκλου φανατικών υποστηρικτών που κάθε καθεστώς δημιουργεί, και γρήγορα απορροφήθηκαν από το πολιτικό σύστημα και διαλύθηκαν. Οι ηγέτες του αληθινού Κέντρου της Ιστορίας, που ουδεμία σχέση έχει με τον «μεσαίο χώρο», και της Δεξιάς δεν απεμπολούσαν την κοινωνική συνείδηση, ούτε τον πατριωτισμό. Και, αντίστοιχα, η ΕΔΑ τουλάχιστον, π.χ. στο Κυπριακό, δεν απεμπολούσε τη σθεναρή πατριωτική στάση, οπότε ακόμη και οι σκληρότεροι στις απόψεις τους είχαν πολιτικό χώρο «εντός των τειχών».
Αντίθετα, σε χώρες όπως η Γαλλία, όπου τα φιλογερμανικά αισθήματα της Δεξιάς και το πνεύμα υποταγής της Αριστεράς στο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ - Μόλοτοφ υπονόμευσαν την αντίσταση της χώρας στη γερμανική εισβολή, υπήρχαν ισχυρές ακροδεξιές οργανώσεις. Το δε κράτος του Βισί είναι μια σκοτεινή ιστορία, όπως το σύνολο της γαλλικής κατοχικής αντίστασης, διότι ο γαλλικός δωσιλογισμός είχε ντροπιαστικό εύρος. Και σε άλλες χώρες, όπως το Βέλγιο, όπου προπολεμικά το κόμμα των Ρεξιστών του μετέπειτα φανατικού ναζί Λεόν Ντεγκρέλ (ο Χίτλερ είχε πει γι' αυτόν τον εθελοντή στα Waffen SS ότι «αν είχα γιο, θα ήθελα να ήταν σαν τον Λεόν») πήρε σχεδόν 20%, υπήρχαν μετρήσιμα φασιστικού χαρακτήρα κόμματα.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, λοιπόν, υπάρχει αυτή η πολιτική παράδοση. Σ' εμάς όχι ακόμα. Κινδυνεύουμε, όμως, να τη δημιουργήσουμε, αν παράλληλα με την αντιστροφή των συνεπειών της κρίσης δεν αποκαταστήσουμε τον εθνικό λόγο και πράξη στην πλειονότητα των -αστικών, τουλάχιστον- πολιτικών δυνάμεων.
Φαήλος Κρανιδιώτης
*Δικηγόρος
*Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου