του Φαήλου Κρανιδιώτη
Εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 1970, στα 88 στρέμματα στον Κορυδαλλό, δίπλα από τις φυλακές, υπήρχε ένα κατηφορικό γηπεδάκι γεμάτο πέτρες κι έναν βράχο μες στη μέση. Εκεί παίζαμε μπάλα οι μικροί, γιατί το μεγάλο χωμάτινο γήπεδο, που δεν είχε βράχο για σταθερό κι ακλόνητο συμπαίκτη, ήταν κατειλημμένο από τους μεγάλους του «Αετού» και της «Θύελλας». Λέω πάντα ότι όποιος μάθει μπάλα σε κατηφορικό γήπεδο με κοτρόνες όλα τα μπορεί.
Είμαι, φυσικά, Ολυμπιακός, Θρύλος, ΟΣΦΠ. Παππούς λιμενεργάτης, πατέρας τεχνικός στον ΟΛΠ, Αμφιαλιώτες, κι εγώ γέννημα θρέμμα Κορυδαλλιώτης. Τι θα ήμουν, Εορδαϊκός; Σαν τώρα θυμάμαι να περπατώ κρατώντας το χέρι της μάνας μου, καλοκαίρι στο Δημοτικό Θέατρο, και να πίνω εντυπωσιασμένος νερό, από ένα θαύμα «διαστημικής τεχνολογίας» για εμάς που σ’ εκείνη τη χωμάτινη ανηφόρα είχαμε ψυγείο πάγου, από έναν από τους ψύκτες που είχε βάλει ο Σκυλίτσης στις πλατείες. Καμιά φορά με έπαιρνε ο πατέρας μου με τη μοτοσικλέτα στη δουλειά του, μέσα στον κραταιό τότε ΟΛΠ, να δω το «Καλυψώ» του Κουστό ή τους θηριώδεις γερανούς, όπου δούλευαν οι Λεμονήδες, ο Γιώργος βαλκανιονίκης στη σφαίρα, καλοί φίλοι και κουμπάροι μας 60 χρόνια. Ένα λιμάνι σε οργασμό ζωής, από το οποίο η οικογένειά μας έφαγε ψωμί τρεις γενιές.
Την αγαπάω και την Αθήνα, αλλά τότε για μας ήταν μακρινό ταξίδι, στεριανό. Ο Κορυδαλλός είναι η γειτονιά μου και ο ευρύτερος Πειραιάς η ιδιαίτερη πατρίδα μου. Στον μόλο, στο Πασαλιμάνι, ήταν η καλή μας βόλτα από το γυμνάσιο, όταν ιχνηλατούσαμε την αυτονομία μας στην εφηβεία. Εκεί, στα εννιά με δέκα, είχα τρεις ήρωες, τον Λεωνίδα, τον Μέγα Αλέξανδρο και τον Γιώργο Δεληκάρη. Αυτόν τον διάλεξα βλέποντάς τον να παίζει στητός, ευθυτενής, παλικαρίσια. Επίθεση, επίθεση και μόνο επίθεση. ςνα Σώμα Ιππικού μόνος του.
Αγοράζαμε κάτι φιγούρες, σε κλίμακα 1/29, σαν τα παλιά καλά στρατιωτάκια της Airfix, με την εντεκάδα του Ολυμπιακού. Το πολυτιμότερο απόκτημά μου ήταν αυτή με το δεκάρι στην πλάτη και γένια. Ο αρχηγός του Θρύλου υπό κλίμακα. Κάποιες φορές, όταν μοιραζόμασταν να παίξουμε μπάλα στο κατηφορικό γήπεδο που έμοιαζε περισσότερο με νταμάρι, παίζαμε ξύλο ποιος θα κάνει τον Δεληκάρη. «Εγώ θα είμαι, ρε!» «Όχι, εγώ!» Ενίοτε η σύρραξη μετατρεπόταν σε πετροπόλεμο, άλλωστε άφθονα τα πυρομαχικά γύρω μας. Ψηλαφώντας το τριχωτό της αρβανίτικης κεφαλής μου, έχω ακόμη τα σημάδια από τη διεκδίκηση του ρόλου του μεγαλύτερου για μένα παίκτη του ελληνικού ποδοσφαίρου, ο οποίος αγωνιζόταν αγέρωχα, χωρίς να ξέρει ότι κάτι πιτσιρικάδες, που σήμερα είναι μετανάστες, δικηγόροι, υπάλληλοι στη ΔΕΗ ή εργάτες, διεκδικούσαν την τιμή να τον υποδυθούν σε μια πετρώδη αλάνα.
Αυτή είναι η ιδέα της ομάδας μου. Βάλσαμο και καμάρι με τις νίκες της για τους ταπεινούς ανθρώπους των γειτονιών του Πειραιά. Της μεγαλύτερης και λαϊκότερης, της πλέον ένδοξης, που εκπροσωπεί τις απέραντες στρατιές των λαϊκών ανθρώπων του Πειραιά αλλά που, όταν κερδίζει, πανηγυρίζουν από το Πασαλιμάνι, το Πέραμα, τον Κορυδαλλό, τη Νίκαια, τον Ρέντη και το Κερατσίνι ως τη Λευκωσία, το Βερολίνο, τη Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Τορόντο, το Σίδνεϊ, σε ποντοπόρα πλοία, παντού.
Αυτή η ιδέα δεν είναι εργαλείο πολιτικής. Κι εμείς οι οπαδοί αγαπάμε την ομάδα, τιμούμε τη διοίκηση, όταν φροντίζει την ομάδα, αλλά η διοίκηση δεν είναι ο «γραμμιτζής» μας. Δεν ταυτιζόμαστε κατ’ ανάγκην με όλες τις μη αθλητικές, πολιτικές, επιχειρηματικές ή όποιες άλλες φιλοδοξίες των διοικούντων.
Εύχομαι ο Βαγγέλης Μαρινάκης να έχει υγεία αυτός κι η φαμίλια του, να κάνει 1.000 τα πλοία του, κραταιός να συσσωρεύει πλούτο, να δίνει δουλειά σε κόσμο και ευτυχής να παρέχει τα πάντα στην ομάδα μου για να κερδίζει και σε κάθε νίκη να τον παίρνουμε στους ώμους. Εύχομαι να μείνει στην Ιστορία πιο ψηλά από κάθε άλλον πρόεδρο. Όμως ο Ολυμπιακός δεν είναι κόμμα. Δεν είναι πολιτική παράταξη. Δεν θέλουμε να είναι. Δεξιοί, αριστεροί, ψηλοί, κοντοί, κάθε απώτερης καταγωγής ανήκουμε στην ομάδα μας και μας ανήκει. Δεν μπορεί κανείς να μας μοιράσει και να μας χρησιμοποιήσει τους μεν ενάντια στους δε. Είμαστε οπαδοί της ομάδας κι όχι των πολιτικών επιλογών της διοίκησης.
Ο Πειραιάς λοιπόν έχει καλό δήμαρχο, τον Βασίλη Μιχαλολιάκο. Οταν βγήκε στις περασμένες εκλογές, του είπα: «Επίτρεψέ μου μια συμβουλή, κάνε για τον Πειραιά ό,τι ο καλός νοικοκύρης στο σπίτι του και στον κήπο του, στην οικογένειά του, φρόντισέ τον, έχε τον καθαρό, περιποιημένο, τον κήπο σου πιο πλούσιο, καλοποτισμένο». Μου απάντησε κοφτά: «Ελα σε δυο μήνες να δεις». Δεν χρειάστηκε τόσο. Ο Βασίλης είναι καλός νοικοκύρης. Έκανε δουλειά που την βλέπεις κι άλλη που δεν φαίνεται. Και θα κάνει κι άλλη. Γι’ αυτό πρέπει να ξαναβγεί, με τη βοήθεια όλων μας. Και μόλις τελειώσουν οι εκλογές, με πρωτοβουλία όλων πρέπει η διοίκηση της ομάδας μας να συμφιλιωθεί με τον δήμαρχο της πόλης μας. Αμελλητί…
Δημοσιεύεται στη "Δημοκρατία"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου