ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
ΣΤΟΝ «ΚΥΚΛΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΙΑ»
του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τ. 237 της 30/4/2014)
ΣΤΟΝ «ΚΥΚΛΟ ΜΕ ΤΗΝ ΚΙΜΩΛΙΑ»
του
Προκόπη Παυλόπουλου
Βουλευτή, Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών
(στο περιοδικό «ΕΠΙΚΑΙΡΑ» τ. 237 της 30/4/2014)
Με την, διαχρονικώς, γνωστή τους επιτηδευμένη «ειλικρίνεια» βγαίνουν στις μέρες μας σταδιακώς στο προσκήνιο οι συνήθεις -κι επιρρεπείς σε παρεμφερείς τακτικές- δημοσιογραφικές φωνές, οι οποίες εκφράζουν μιαν υποδορίως επικίνδυνη «αγωνία»: Μήπως ήδη εκκρεμείς αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, που αφορούν την τήρηση του Συντάγματος,
ιδίως δε την εφαρμογή των διατάξεών του εκείνων οι οποίες σχετίζονται με την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνιστούν «απειλή» για το πρωτογενές πλεόνασμα της Οικονομίας μας;
. Η «αγωνία» αυτή είναι διπλά ψευδεπίγραφη:
Α. Πριν απ’ όλα, διότι εκπορεύεται από τους δημοσιογραφικούς εκείνους κύκλους οι οποίοι, μεσ’ από την δολιχοδρομική πρακτική τους, φέρουν τη «σφραγίδα» ενός ιδιότυπου πολιτικού τυχοδιωκτισμού: Ήτοι εκείνου που προκύπτει από το ότι η δημοσιογραφική τους άποψη εξυπηρετεί περισσότερο ιδιοτελείς και αντιφατικές εκδοτικές «αγωνίες», παρά προθέσεις σχετικές με την θεραπεία του δημόσιου συμφέροντος και της ελευθερίας του Τύπου.
Β. Και, κατά δεύτερο λόγο -και συνακόλουθα- διότι είναι κανονιστικώς αδιανόητο η τήρηση του Συντάγματος, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος της θεσμικής του υπόστασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 120, να τίθεται στο ίδιο επίπεδο εθνικής αξιολόγησης με την επίτευξη περιστασιακών δημοσιονομικών στόχων. Και μάλιστα στόχων αμφίβολης αποτελεσματικότητας, όπως ομολογείται, εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και από εκείνους που τους επέβαλαν, δηλαδή από τους δανειστές μας.
. Περαιτέρω, το ψευδεπίγραφο της κατά τ’ ανωτέρω «αγωνίας» επιρρωνύεται και από το ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, εν Ολομελεία, έχει, κατά τρόπο θεσμικώς άψογο, εκπέμψει τα «μηνύματά» του ενόψει της θέσπισης κι εφαρμογής των Μνημονίων σε δύο, τουλάχιστον, περιπτώσεις:
Α. Με την απόφασή του αρ. 668/2012 αποφάνθηκε ότι τα Μνημόνια είναι, πρωτίστως λόγω της τραγικής οικονομικής συγκυρίας και της ανάγκης παραμονής στην Ευρωζώνη, συνταγματικώς ανεκτά. Μόνον όμως εφόσον, κατά την εφαρμογή των in concreto πολιτικών τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β. Και με την, ειδικότερη από πλευράς κανονιστικής εμβέλειας, απόφασή του αρ. 1972/2012, κατ’ αποτέλεσμα προειδοποίησε τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, με αφορμή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ότι η συρρίκνωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι, κατ’ εξαίρεση η οποία σταθμίζεται με βάση το «νεότευκτο» δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον, ανεκτή -φυσικά πάντοτε υπό τον όρο ότι δεν θίγεται ο πυρήνας τους, όπως προεκτέθηκε- ως τη στιγμή που η Εθνική μας Οικονομία θα επανέλθει στοιχειωδώς στην ομαλότητα. Με δείγμα γραφής αυτής της επανόδου την επίτευξη πραγματικού οικονομικού, και όχι απαραιτήτως και δημοσιονομικού, πλεονάσματος.
. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, η προμνημονευόμενη «αγωνία» ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφορικά με τη τήρηση του Συντάγματος, παραπέμπει στο κλασικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο Κύκλος με την Κιμωλία». Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στον θεατρικό «μύθο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ:
Α. Στα χρόνια της οικοδόμησης των πρώτων σοβιετικών δομών, παίχθηκε σ’ ένα νεοσύστατο κολχόζ μια θεατρική παράσταση, εμπνευσμένη από την εξής παλιά ιστορία: Σε μια περιοχή της Γεωργίας, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», ο κυβερνήτης ανατρέπεται κι εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη σύζυγός του τρέχει να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της κι ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους. Το οποίο αναλαμβάνει ν’ αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτριά τους, η Γκρούσα, που φέρνει σε πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα κι απειλές. Έτσι, το παιδί επιβιώνει μόνο χάρις στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας.
Β. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η σύζυγος γυρίζει λοιπόν πίσω, αναζητώντας το παιδί, που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας.
1. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσ’ από τη λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε σε πείσμα των καιρών; Ή της μάνας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους «πέντε ανέμους»;
2. Ο λαϊκός δικαστής Αζντάκ που κλήθηκε να κρίνει, διατάζει υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης, πλην όμως βαθειά ανθρώπινης, δικαιοσύνης τον βοηθό του Σωβά να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στη μέση του. Όποια από τις δύο «μανάδες» καταφέρει να το τραβήξει προς το μέρος της θα κερδίσει την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μάνα το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η ιδιότυπη «αποδεικτική διαδικασία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο δικαστής Αζντάκ, αν και γνωρίζει, με δικανική πεποίθηση, ποια είναι η βιολογική μάνα, το δίνει στη Γκρούσα, με το δικαστικό σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύσει έναντι του οιουδήποτε συμφέροντος, που βαίνει πέραν του προορισμού και της αξίας του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες «θεατρικής αδείας», επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σ’ αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.
. Κάπως έτσι το Σύνταγμα μπαίνει, στην εποχή των Μνημονίων και με τη λογική των «θαυμαστών» τους, που με την προκλητικότητά τους ανακαλούν στη μνήμη μας το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», στον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Στην δικαιοδοσία τίνος ανήκουν σήμερα οι θεσμοί του Συντάγματος; Ιδίως δε οι θεσμοί εκείνοι που αφορούν αφενός τη νομοθετική εξουσία, «γόνο» της λαϊκής ετυμηγορίας. Και, αφετέρου, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με κορωνίδα τα δικαιώματα, τα οποία υποστηρίζουν το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου;
1. Στη νεοφιλελεύθερη πολιτική άγνωστης προέλευσης και μηδενικής νομιμοποίησης, η οποία ανάγει σ’ απόλυτο ρυθμιστή τις «Αγορές»; Τις «Αγορές» που, κυρίως στην εποχή μας, δεν υπηρετούν την πραγματική οικονομία της ελεύθερης αγοράς αλλά μια μορφή αγοραίας οικονομικής πολιτικής, και μάλιστα «ελευθερίων οικονομικών ηθών»;
2. Ή στο Δικαστή, εγγυητή του Συντάγματος, ο οποίος ως άλλος «Θησέας» πασχίζει να νικήσει τον μεταλλαγμένο «αγοραίο» «Μινώταυρο», μέσα στο ζόφο του νεοφιλελεύθερου οικονομικού «Λαβύρινθου»; Δηλαδή στο Δικαστή «θεμιστοπόλο», ο οποίος βασίζει τη δικαιοδοτική του κρίση όχι μόνο στο τεθειμένο δίκαιο, αλλά και στην, περίπου φυσικοδικαιϊκή, cognitio extra ordinem στοϊκιστικής προέλευσης, στα πρότυπα του Αδριανού και του Μάρκου Αυρηλίου;
Β. Ο δικαστής «Αζντάκ» καλείται στην εποχή μας να πάρει την κρίσιμη απόφαση. Κι όσο δείχνει τις προθέσεις του να υπερασπισθεί τους θεσμούς, όπως αρμόζει στην αποστολή του, «προειδοποιείται» και, εν τέλει, «απειλείται». Κάτι συνηθισμένο σε ταραγμένες περιόδους. Και κάτι που ο Δικαστής, ο οποίος σέβεται την αποστολή του, μαθαίνει από τα πρώτα βήματα άσκησης του δικαιοδοτικού του έργου -μέσα και από την πολυκύμαντη ιστορία της ίδιας της Δικαιοσύνης- ακριβώς για να οπλισθεί με τις απαιτούμενες δυνάμεις αντίστασης απέναντι στους πολεμίους των θεσμών.
. Ευτυχώς, τα «σημεία των καιρών» δείχνουν πως ο Δικαστής θ’ αντέξει. Και θα κρίνει πως οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν επιτρέπεται να θυσιασθούν στο βωμό οιασδήποτε σκοπιμότητας, οικονομικής ή άλλης. Αφού η Δημοκρατία και η πεμπτουσία της, ο Άνθρωπος, υπάρχουν αυτοτελώς. Δηλαδή καθορίζουν -ή πρέπει να καθορίζουν- κυριάρχως και τον προσανατολισμό της οικονομίας. Άρα δεν υποκύπτουν στις αυτάρεσκες ορέξεις των «Αγορών», υπό την σημερινή μάλιστα μορφή και «λογική» τους.
Εν κατακλείδι: Ο Δικαστής έχει χρέος να κρίνει -και θα κρίνει- ότι το Σύνταγμα, ως αυτονόητη κι αδιαμφισβήτητη βάση της έννομης τάξης και των θεσμών της, δεν υπακούει στην αγοραία διεκδίκηση της οικονομίας αλλά μόνο στην κανονιστική θαλπωρή των θεσμών. Οι οποίοι παροτρύνουν τον Άνθρωπο στην συνεπή αναζήτηση του κατά τη φύση του προορισμού του. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η –βεβαίως σαφώς «παρωχημένη» για τους αμετανόητους «εραστές» του παραπαίοντος νεοφιλελεύθερου οικονομικού και πολιτικού «θιάσου» –θεώρηση της αποστολής του Δικαστή και της Δικαιοσύνης είναι η μόνη, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στις θεμελιώδεις ρήτρες του Συντάγματος, που εγγυώνται την αξία του Ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1) και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παρ. 1).
ιδίως δε την εφαρμογή των διατάξεών του εκείνων οι οποίες σχετίζονται με την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, συνιστούν «απειλή» για το πρωτογενές πλεόνασμα της Οικονομίας μας;
. Η «αγωνία» αυτή είναι διπλά ψευδεπίγραφη:
Α. Πριν απ’ όλα, διότι εκπορεύεται από τους δημοσιογραφικούς εκείνους κύκλους οι οποίοι, μεσ’ από την δολιχοδρομική πρακτική τους, φέρουν τη «σφραγίδα» ενός ιδιότυπου πολιτικού τυχοδιωκτισμού: Ήτοι εκείνου που προκύπτει από το ότι η δημοσιογραφική τους άποψη εξυπηρετεί περισσότερο ιδιοτελείς και αντιφατικές εκδοτικές «αγωνίες», παρά προθέσεις σχετικές με την θεραπεία του δημόσιου συμφέροντος και της ελευθερίας του Τύπου.
Β. Και, κατά δεύτερο λόγο -και συνακόλουθα- διότι είναι κανονιστικώς αδιανόητο η τήρηση του Συντάγματος, αυτός ο ακρογωνιαίος λίθος της θεσμικής του υπόστασης κατά τις διατάξεις του άρθρου 120, να τίθεται στο ίδιο επίπεδο εθνικής αξιολόγησης με την επίτευξη περιστασιακών δημοσιονομικών στόχων. Και μάλιστα στόχων αμφίβολης αποτελεσματικότητας, όπως ομολογείται, εμμέσως πλην σαφώς, ακόμη και από εκείνους που τους επέβαλαν, δηλαδή από τους δανειστές μας.
. Περαιτέρω, το ψευδεπίγραφο της κατά τ’ ανωτέρω «αγωνίας» επιρρωνύεται και από το ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας, εν Ολομελεία, έχει, κατά τρόπο θεσμικώς άψογο, εκπέμψει τα «μηνύματά» του ενόψει της θέσπισης κι εφαρμογής των Μνημονίων σε δύο, τουλάχιστον, περιπτώσεις:
Α. Με την απόφασή του αρ. 668/2012 αποφάνθηκε ότι τα Μνημόνια είναι, πρωτίστως λόγω της τραγικής οικονομικής συγκυρίας και της ανάγκης παραμονής στην Ευρωζώνη, συνταγματικώς ανεκτά. Μόνον όμως εφόσον, κατά την εφαρμογή των in concreto πολιτικών τους, δεν θίγουν τον πυρήνα των θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Β. Και με την, ειδικότερη από πλευράς κανονιστικής εμβέλειας, απόφασή του αρ. 1972/2012, κατ’ αποτέλεσμα προειδοποίησε τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, με αφορμή το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, ότι η συρρίκνωση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι, κατ’ εξαίρεση η οποία σταθμίζεται με βάση το «νεότευκτο» δημοσιονομικό δημόσιο συμφέρον, ανεκτή -φυσικά πάντοτε υπό τον όρο ότι δεν θίγεται ο πυρήνας τους, όπως προεκτέθηκε- ως τη στιγμή που η Εθνική μας Οικονομία θα επανέλθει στοιχειωδώς στην ομαλότητα. Με δείγμα γραφής αυτής της επανόδου την επίτευξη πραγματικού οικονομικού, και όχι απαραιτήτως και δημοσιονομικού, πλεονάσματος.
. Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία, η προμνημονευόμενη «αγωνία» ως προς τις μελλοντικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναφορικά με τη τήρηση του Συντάγματος, παραπέμπει στο κλασικό έργο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Ο Κύκλος με την Κιμωλία». Ας ρίξουμε λοιπόν μια ματιά στον θεατρικό «μύθο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ:
Α. Στα χρόνια της οικοδόμησης των πρώτων σοβιετικών δομών, παίχθηκε σ’ ένα νεοσύστατο κολχόζ μια θεατρική παράσταση, εμπνευσμένη από την εξής παλιά ιστορία: Σε μια περιοχή της Γεωργίας, χαρακτηρισμένη ως «Καταραμένη», ο κυβερνήτης ανατρέπεται κι εκτελείται από τους επαναστάτες. Η φαντασμένη σύζυγός του τρέχει να σωθεί, παίρνοντας μαζί της μόνο τα κοσμήματά της κι ό,τι άλλο πολύτιμο είχε, αφήνοντας όμως στην τύχη του το μονάκριβο παιδί τους. Το οποίο αναλαμβάνει ν’ αναθρέψει και να μεγαλώσει μια υπηρέτριά τους, η Γκρούσα, που φέρνει σε πέρας την αποστολή της με αυτοθυσία, αγνοώντας κάθε είδους τεχνητά διλήμματα κι απειλές. Έτσι, το παιδί επιβιώνει μόνο χάρις στην, κυριολεκτικώς μητρική, αυταπάρνηση της Γκρούσας.
Β. Οι καιροί αλλάζουν, οι επαναστάτες χάνουν την τελική μάχη. Η σύζυγος γυρίζει λοιπόν πίσω, αναζητώντας το παιδί, που είχε κάποτε εγκαταλείψει δίχως ίχνος μητρικής ευαισθησίας.
1. Τότε τίθεται το ζήτημα: Τίνος είναι το παιδί που επιβίωσε μέσ’ από τη λαίλαπα της συμφοράς; Της Γκρούσας που το ανέθρεψε και το μεγάλωσε σε πείσμα των καιρών; Ή της μάνας που το γέννησε, αλλά το άφησε στους «πέντε ανέμους»;
2. Ο λαϊκός δικαστής Αζντάκ που κλήθηκε να κρίνει, διατάζει υπό όρους μιας σχεδόν πρωτόγονης, πλην όμως βαθειά ανθρώπινης, δικαιοσύνης τον βοηθό του Σωβά να χαράξει έναν κύκλο με κιμωλία και να βάλει το παιδί στη μέση του. Όποια από τις δύο «μανάδες» καταφέρει να το τραβήξει προς το μέρος της θα κερδίσει την ιδιότυπη αυτή δίκη. Η πραγματική μάνα το σέρνει άσπλαχνα και βίαια κοντά της. Η τραγική Γκρούσα, αμφιρρέποντας απεγνωσμένα, το αφήνει, για να μην το πληγώσει. Η ιδιότυπη «αποδεικτική διαδικασία» επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά. Στο τέλος ο δικαστής Αζντάκ, αν και γνωρίζει, με δικανική πεποίθηση, ποια είναι η βιολογική μάνα, το δίνει στη Γκρούσα, με το δικαστικό σκεπτικό ότι αυτή δεν θέλησε να το πληγώσει. Γιατί η γνήσια ευαισθησία της ανθρώπινης υπόστασης πρέπει οπωσδήποτε να υπερισχύσει έναντι του οιουδήποτε συμφέροντος, που βαίνει πέραν του προορισμού και της αξίας του Ανθρώπου. Πρόκειται για μιαν έμμεση, και κάτω από συνθήκες «θεατρικής αδείας», επίκληση κανόνων φυσικού δικαίου, σ’ αντιπαραβολή προς το γνησίως θετικό δίκαιο.
. Κάπως έτσι το Σύνταγμα μπαίνει, στην εποχή των Μνημονίων και με τη λογική των «θαυμαστών» τους, που με την προκλητικότητά τους ανακαλούν στη μνήμη μας το «Σύνδρομο της Στοκχόλμης», στον «Κύκλο με την Κιμωλία» του Μπέρτολτ Μπρεχτ. Πιο συγκεκριμένα:
Α. Στην δικαιοδοσία τίνος ανήκουν σήμερα οι θεσμοί του Συντάγματος; Ιδίως δε οι θεσμοί εκείνοι που αφορούν αφενός τη νομοθετική εξουσία, «γόνο» της λαϊκής ετυμηγορίας. Και, αφετέρου, τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, με κορωνίδα τα δικαιώματα, τα οποία υποστηρίζουν το Κοινωνικό Κράτος Δικαίου;
1. Στη νεοφιλελεύθερη πολιτική άγνωστης προέλευσης και μηδενικής νομιμοποίησης, η οποία ανάγει σ’ απόλυτο ρυθμιστή τις «Αγορές»; Τις «Αγορές» που, κυρίως στην εποχή μας, δεν υπηρετούν την πραγματική οικονομία της ελεύθερης αγοράς αλλά μια μορφή αγοραίας οικονομικής πολιτικής, και μάλιστα «ελευθερίων οικονομικών ηθών»;
2. Ή στο Δικαστή, εγγυητή του Συντάγματος, ο οποίος ως άλλος «Θησέας» πασχίζει να νικήσει τον μεταλλαγμένο «αγοραίο» «Μινώταυρο», μέσα στο ζόφο του νεοφιλελεύθερου οικονομικού «Λαβύρινθου»; Δηλαδή στο Δικαστή «θεμιστοπόλο», ο οποίος βασίζει τη δικαιοδοτική του κρίση όχι μόνο στο τεθειμένο δίκαιο, αλλά και στην, περίπου φυσικοδικαιϊκή, cognitio extra ordinem στοϊκιστικής προέλευσης, στα πρότυπα του Αδριανού και του Μάρκου Αυρηλίου;
Β. Ο δικαστής «Αζντάκ» καλείται στην εποχή μας να πάρει την κρίσιμη απόφαση. Κι όσο δείχνει τις προθέσεις του να υπερασπισθεί τους θεσμούς, όπως αρμόζει στην αποστολή του, «προειδοποιείται» και, εν τέλει, «απειλείται». Κάτι συνηθισμένο σε ταραγμένες περιόδους. Και κάτι που ο Δικαστής, ο οποίος σέβεται την αποστολή του, μαθαίνει από τα πρώτα βήματα άσκησης του δικαιοδοτικού του έργου -μέσα και από την πολυκύμαντη ιστορία της ίδιας της Δικαιοσύνης- ακριβώς για να οπλισθεί με τις απαιτούμενες δυνάμεις αντίστασης απέναντι στους πολεμίους των θεσμών.
. Ευτυχώς, τα «σημεία των καιρών» δείχνουν πως ο Δικαστής θ’ αντέξει. Και θα κρίνει πως οι δημοκρατικοί θεσμοί δεν επιτρέπεται να θυσιασθούν στο βωμό οιασδήποτε σκοπιμότητας, οικονομικής ή άλλης. Αφού η Δημοκρατία και η πεμπτουσία της, ο Άνθρωπος, υπάρχουν αυτοτελώς. Δηλαδή καθορίζουν -ή πρέπει να καθορίζουν- κυριάρχως και τον προσανατολισμό της οικονομίας. Άρα δεν υποκύπτουν στις αυτάρεσκες ορέξεις των «Αγορών», υπό την σημερινή μάλιστα μορφή και «λογική» τους.
Εν κατακλείδι: Ο Δικαστής έχει χρέος να κρίνει -και θα κρίνει- ότι το Σύνταγμα, ως αυτονόητη κι αδιαμφισβήτητη βάση της έννομης τάξης και των θεσμών της, δεν υπακούει στην αγοραία διεκδίκηση της οικονομίας αλλά μόνο στην κανονιστική θαλπωρή των θεσμών. Οι οποίοι παροτρύνουν τον Άνθρωπο στην συνεπή αναζήτηση του κατά τη φύση του προορισμού του. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή η –βεβαίως σαφώς «παρωχημένη» για τους αμετανόητους «εραστές» του παραπαίοντος νεοφιλελεύθερου οικονομικού και πολιτικού «θιάσου» –θεώρηση της αποστολής του Δικαστή και της Δικαιοσύνης είναι η μόνη, η οποία ανταποκρίνεται πλήρως στις θεμελιώδεις ρήτρες του Συντάγματος, που εγγυώνται την αξία του Ανθρώπου (άρθρο 2 παρ. 1) και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (άρθρο 5 παρ. 1).
Αυτόςνομίζει ότι μπορει να δουλεύει την κοινωνία όμαδικά θα πάρει σύντομα την απάντηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή